Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ίαι

См. также в других словарях:

  • ιαί — ἰαί (Α) 1. βαρβαρικό επιφώνημα λύπης 2. επιφώνημα θριάμβου («ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού επιφωνήματος ιή] …   Dictionary of Greek

  • ἰαί — ἰά voice fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαι — κερατέα fem nom/voc pl ίᾱͅ , κερατέα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερεξακισχίλιοι — ίαι, α, Α [ἑξακισχίλιοι] αυτοί που ο αριθμός τους υπερβαίνει τον αριθμό έξι χιλιάδες …   Dictionary of Greek

  • υπερτετρακισχίλιοι — ίαι, α, Α περισσότεροι από 4.000. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τετρακισχίλιοι «τέσσερεις χιλιάδες»] …   Dictionary of Greek

  • ευοί — εὐοῑ και εὐοὶ και εὐαὶ και εὐαί και εὖα και εὐάν (Α) επιφώνημα διονυσιακού ενθουσιασμού και χαράς τών ακολούθων τού Βάκχου («αἴρεσθ ἄνω, ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. Εὐοῑ, εὐοῑ, εὐαῑ, εὐαῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένες… …   Dictionary of Greek

  • ФЕСПИЯ —    • Thespĭa, ae          (Θέσπεια, Ноm. Il. 2, 478 и Hdt. 8, 20. Θέσπια. Paus. 9, 26, 6, впоследствии всегда Θεσπ(ε)ιαί), очень древний и значительный город Беотии, на западе от Фив, с южной стороны Геликона; в нем находился знаменитый храм… …   Реальный словарь классических древностей

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Lykinos (Töpfer) — Lykinos (Λυκινος) war ein griechischer Töpfer, der in der Mitte und im 3. Viertel des 5. Jahrhunderts v. Chr. in Athen tätig war. Der attische Töpfer Lykinos ist lediglich durch ein signiertes, in Ampelokepoi aufgefundenes, schwarz gefirnisstes… …   Deutsch Wikipedia

  • διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»