-
1 ἰαί
-
2 ἰαί
-
3 ιαι
-
4 ιαί
-
5 ἰαί
-
6 ἰαί
-
7 ίαι
κερατέαfem nom /voc plίᾱͅ, κερατέαfem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ὁμιλία
A intercourse, company, ;τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἡ θ' ὁ. Id.Pr.39
, etc. ; ὁ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174 ;πρός τινα S.Ph.70
, Pl.Smp. 203a, al. ; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁ. of my society, Ar.Pl. 776 ;ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma. 283d
; ὁ. χθονός intercourse with a country, E.Ph. 1408 ; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁ. live among them, Id.IA[ 1622] ;ἥκειν εἰς ὁ. τινί S.OT 1489
; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁ. public and private life, Th.1.68 ; ἐξ ὁμιλίας by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12 : also in pl.,ἀνθρώπων κακῶν-ίαι Hdt.7.16
.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc. ;φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁ. κακαί E.Fr. 1024
(= Men.218) ; Ἑλληνικαὶ ὁ. association with Greeks, Hdt.4.77 ;ἐνδίκοις ὁ. A.Eu. 966
(lyr.) ; αἱ.. συγγενεῖς ὁ. intercourse with kinsfolk, E.Tr.51 ;ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R. 550b
;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arist.Pol. 1336b32
, etc.2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc. ;νυμφικαὶ ὁ. E.Hel. 1400
;ὁ. τῶν ἀφροδισίων Arist.HA 582a26
; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or τῶν ἀρρένων ὁ., Id.Pol. 1272a24, 1269b29.3 instruction, X. Mem.1.2.6 and 15 ; lecture, Ael.VH3.19 : in pl., title of work by Critias, Gal.18(2).656.4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι, Hp.Art.10.5 ἡ πλείστη ὁ. τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U. ; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁ., Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J. ; αἱ κοιναὶ ὁ. common usage, S.E.M.1.1 ; τῶν ἰδιωτῶν -ίαι ib.64 ;ἡ ἀνὰ χεῖρα -ία A.D.Synt. 37.2
;ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα -ία Hermog.Id.2.7
.2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib. 406 ; ναὸς κοινόπλους ὁ. ship-mates, S.Aj. 872 ;ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁ. E.Heracl. 581
, cf. Hipp.19 (dub. l.). -
9 Ιασιων
-
10 δάι'
δά̱ϊα, δάιοςhostile: neut nom /voc /acc plδά̱ϊε, δάιοςhostile: masc voc sgδά̱ϊαι, δάιοςhostile: fem nom /voc plδᾴ̱ᾱͅ, δάιοςhostile: fem dat sg (doric aeolic)δάιο, δάωlearn: aor imperat mid 2nd sg (doric)δάιο, δάωlearn: aor ind mid 2nd sg (doric)δᾴ̱ᾱͅ, δᾷοςhostile: fem dat sg (doric aeolic) -
11 ι'
Ἴ'Ἴα, Ἴηςmasc voc sgἼα, Ἴηςmasc nom sg (epic)Ἴαι, Ἴηςmasc nom /voc plἼᾱͅ, Ἴηςmasc dat sg (attic doric aeolic)Ἴε, Ἴοςfem voc sg——————ἴ'ἴε, εἶμιibo: imperf ind act 3rd sg (epic)ἴα, ἴαone: neut nom /voc /acc plἴα, ἴονviolet: neut nom /voc /acc pl -
12 νάι'
νά̱ϊα, νήιοςneut nom /voc /acc pl (doric)νά̱ϊα, νήιοςneut nom /voc /acc pl (doric)νά̱ϊε, νήιοςmasc voc sg (doric)νά̱ϊε, νήιοςmasc /fem voc sg (doric)νά̱ϊαι, νήιοςfem nom /voc pl (doric) -
13 βία
βῐα (βία, -ας, -αν)1 power, might, esp. of physical strength. Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (sc. οἱ Ἀργοναῦται; “intellego de ludis dictum,” Schroeder) P. 4.212βία δὲ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
[Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: ιᾶι Π.: οὐρίᾳ Blass, alia alii) Πα. 2. 1. ν]υκτὶ βίας ὁδόν[ fr. 169. 19. periphrastically, c. gen., = mightyἕλεν δΟἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον O. 1.88
Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61
Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοὶ καὶ βία Φώκου κρέοντος N. 5.12
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον N. 11.22
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ I. 8.54
-
14 δαιμόνιος
a given by heaven “ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν inspired by heaven N. 9.27 ἔκλαγξέ θἱερ[ ]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ] εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί ( δείματι e. g. supp. Wil.) Pae. 9.34 with adv. force, ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδἔχων Σωστράτου υἱός by divine grace O. 6.8b generally, of places, divine τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν)παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27
ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 2.c δαιμονίᾳ, by divine grace ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) O. 9.110 -
15 πατρώιος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12. -
16 πατρῷος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12. -
17 σκολιός
a curving κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Boeckh: -ιαὶ, -ιοὺς, -ιοῖς codd.: cf. c. infra) fr. 203. 3.b winding λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι, ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (cf. c. infra) P. 2.85c crooked, cunning πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. -
18 σοφία
a in general, art, wisdomδαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of wisdom P. 2.56γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει[ Pae. 14.40
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209.b esp., poetic art, skillἐμέ πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ O. 1.116
ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.38
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις N. 7.23
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν (v. l. σοφιαῖς.) Πα. 7B. 20. ἄμαχοι εἰς σοφίαν ?fr. 353.c of other arts or skills ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται (with particular ref. to medicine) P. 3.54 κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide) fr. 260. 7. pl.,σοφίαι μὲν αἰπειναί O. 9.107
-
19 ταμίας
τᾰμῐας (-ίας, -ίᾳ, -ίαν; -ίαι.)1 overseer, guardian, masterεἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ O. 6.5
πολλῶν ταμίας ἐσσί (sc. Ἱέρων) P. 1.88 ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Βάττος) P. 5.62 εὐρυχόρου ταμίαι Σπάρτας ( οἱ Διόσκουροι) N. 10.52Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (the Aiginetans) I. 9.7 ]τι ταμίας[ Δ. 3. 23. met.,ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.26
-
20 Τερψίας
Τερψίας brother of Ptoiodoros, q. v. Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί (Er. Schmid e Σ: τερψια, -ιαι, -ιες codd.) O. 13.42
См. также в других словарях:
ιαί — ἰαί (Α) 1. βαρβαρικό επιφώνημα λύπης 2. επιφώνημα θριάμβου («ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού επιφωνήματος ιή] … Dictionary of Greek
ἰαί — ἰά voice fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαι — κερατέα fem nom/voc pl ίᾱͅ , κερατέα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερεξακισχίλιοι — ίαι, α, Α [ἑξακισχίλιοι] αυτοί που ο αριθμός τους υπερβαίνει τον αριθμό έξι χιλιάδες … Dictionary of Greek
υπερτετρακισχίλιοι — ίαι, α, Α περισσότεροι από 4.000. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τετρακισχίλιοι «τέσσερεις χιλιάδες»] … Dictionary of Greek
ευοί — εὐοῑ και εὐοὶ και εὐαὶ και εὐαί και εὖα και εὐάν (Α) επιφώνημα διονυσιακού ενθουσιασμού και χαράς τών ακολούθων τού Βάκχου («αἴρεσθ ἄνω, ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. Εὐοῑ, εὐοῑ, εὐαῑ, εὐαῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένες… … Dictionary of Greek
ФЕСПИЯ — • Thespĭa, ae (Θέσπεια, Ноm. Il. 2, 478 и Hdt. 8, 20. Θέσπια. Paus. 9, 26, 6, впоследствии всегда Θεσπ(ε)ιαί), очень древний и значительный город Беотии, на западе от Фив, с южной стороны Геликона; в нем находился знаменитый храм… … Реальный словарь классических древностей
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… … Pierer's Universal-Lexikon
Lykinos (Töpfer) — Lykinos (Λυκινος) war ein griechischer Töpfer, der in der Mitte und im 3. Viertel des 5. Jahrhunderts v. Chr. in Athen tätig war. Der attische Töpfer Lykinos ist lediglich durch ein signiertes, in Ampelokepoi aufgefundenes, schwarz gefirnisstes… … Deutsch Wikipedia
διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… … Dictionary of Greek