-
1 κτόνος
κτόνος, ὁ, der Mord, scheint nur zur Ableitung der composita αὐτοκτόνος u. ähnl. angenommen.
-
2 κτόνος
κτόνοςmurder: masc nom sg -
3 κτόνος
-
4 κτόνος
κτόνος, ὁ, der Mord -
5 ταυρο-κτόνος
ταυρο-κτόνος, Stiere mordend, schlachtend, λέων, Soph. Phil. 398; – mit verändertem Tone, ταυρό-κτονος, vom Stiere getödtet.
-
6 βαρβαρό-κτονος
βαρβαρό-κτονος, von Barbaren getödtet, βαρβαρο-κτόνος, Barbaren tödtend, Thom. M.
-
7 λῃστο-κτόνος
λῃστο-κτόνος, Räuber tödtend, ἡγεμών, Pall. 51 (XI, 280). – Aber λῃστό-κτονος, von Räubern getödtet.
-
8 ἀνθρωπο-κτόνος
ἀνθρωπο-κτόνος, Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνϑρωπό-κτονος, von Menschen gemordet; βορά, Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.
-
9 πρωτο-κτόνος
πρωτο-κτόνος, zuerst tödtend, Aesoh. Eum. 688; – πρωτόκτονος, zuerst getödtet (?).
-
10 προ-φητο-κτόνος
προ-φητο-κτόνος, Propheten tödtend, Sp., bes. K. S.
-
11 παππο-κτόνος
παππο-κτόνος, den Großvater mordend, Lycophr. 1034.
-
12 παρδαλιο-κτόνος
παρδαλιο-κτόνος, ὁ, der Panthertödter, in der Ueberschrift des Epigr. Anth. VII, 578.
-
13 παρθενο-κτόνος
παρθενο-κτόνος, Jungfrauen tödtend, Lycophr. 22.
-
14 πατρο-κτόνος
πατρο-κτόνος, den Vater mordend, tödtend; Aesch. Spt. 734 Ch. 968; μίασμα, Befleckung, Sünde des Vatermords, 1024, wie δίκη aus Soph. citirt B. A. 128, 3; Soph. O. R. 1288 u. Folgde; ungew. χεὶρ πατροκτόνος, des Vaters mordende Hand, Eur. I. T. 1083. – Πατρόκτονος würde »vom Vater getödtet« heißen.
-
15 περσο-κτόνος
περσο-κτόνος, Perser tödtend, Sp.
-
16 πενθερο-κτόνος
πενθερο-κτόνος, den Schwiegervater tödtend, Tzetz. ad Lycophr. 161.
-
17 παιδο-κτόνος
παιδο-κτόνος, Kinder mordend; Soph. Ant. 1305; Eur. Herc. Fur. 835; sp. D., wie Philp. 42 ( Plan. 137), von der Medea.
-
18 παθο-κτόνος
παθο-κτόνος, die Leidenschaften tödtend, Eust.
-
19 πολυ-κτόνος
πολυ-κτόνος, viel od. viele tödtend; Aesch. Ag. 448. 716; Eur. Or. 1142 u. öfter.
-
20 συο-κτόνος
συο-κτόνος, Schweine tödtend, schlachtend, Callim. 30 (VI, 331), Dian. 216; – συόκτονος, vom Schweine getödtet.
См. также в других словарях:
κτόνος — κτόνος, ὁ (Μ) φόνος, θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε υστερογενώς κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε κτόνος*] … Dictionary of Greek
κτόνος — murder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος … Dictionary of Greek
ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
θανατοκτόνος — θανατοκτόνος, ον (Α) αυτός που νικά τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. θηρο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηλυκτόνος — θηλυκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομο κτόνος, ζωο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηριοκτόνος — θηριοκτόνος, ον (Μ) βλ. θηροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, εντομο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηροκτόνος — θηροκτόνος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τής Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα 2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» στο κυνήγι, Ευριπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θυμοκτόνος — θυμοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει την ψυχή, αυτός που φθείρει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, θηρο κτόνος] … Dictionary of Greek