Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κτείνυμι

См. также в других словарях:

  • κτείνυμι — (Α) κτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κτάνυμι, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα και συνδέεται με αρχ. ινδ. ksa nό ti «τραυματίζω» το ει οφείλεται σε επίδραση τού κτείνω, ἔκτεινα] …   Dictionary of Greek

  • αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»