Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔτη

См. также в других словарях:

  • ἑτή — ἑτός sent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτη — ἔτης clansmen masc voc sg ἔτος year neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔτος year neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτῃ — ἔτης clansmen masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕτη — ἔτη , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτη , ἔτος year neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔτη , ἔτος year neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντάρετος — έτη, ον, Α αυτός που έχει όλες τις αρετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + άρετος (< ἀρετή), πρβλ. εν άρετος] …   Dictionary of Greek

  • ἔτηι — ἔτῃ , ἔτης clansmen masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРХИЕРЕЙСКОЕ БОГОСЛУЖЕНИЕ — [греч. ἀρχιερατικὴ λειτουργία, лат. liturgia pontificalis], в визант. обряде богослужение, совершаемое архиереем (лицом в епископском сане). По апостольскому церковному устройству епископ является главой своей церковной области, символизируя… …   Православная энциклопедия

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»