Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὥστε

См. также в других словарях:

  • ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… …   Dictionary of Greek

  • ὥστε — as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώστε — 1. σύνδ. συμπερασματικός, λοιπόν, ώστε, επομένως: Ώστε δεθα με συνοδέψεις; 2. ως επίρρ. ανταποδοτικό του τόσος ή τόσο δηλώνει συνέπεια, αποτέλεσμα: Είναι τόσοαπασχολημένος με τις δουλειές του, ώστε δεν του μένει καιρός να δει τα παιδιά του. 3. ως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. — ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. См. Бог долго ждет, да больно бьет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὥσθ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥστ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥστεπερ — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥτε — ὥστε as being doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧτε — ὥστε as being doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»