-
1 εντόσθια
-
2 ἐντόσθια
-
3 ἐντόσθια
-
4 εντοσθια
τά внутренности Plat., Arst. -
5 ἐντόσθια
ἐντόσθια, τά, das Innere, die Eingeweide -
6 εντόσθια
-
7 εντόσθια
els menuts -
8 εντοσθιδια
τά Arst. v. l. = ἐντόσθια См. εντοσθια -
9 внутренности
-
10 ливерный
επ.από εντόσθια•-ая колбаса σαλάμι από εντόσθια.
-
11 пластать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пли-станный, βρ: -тан, -а, -оκόβω, χωρίζω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζω, βγάζω τα εντόσθια•пластать рыбу βγάζω τα εντόσθια του ψαριού.
1. έρπω, προχωρώ της κοιλιάς.2. (διαλκ.) στρώνομαι, κολλώ, γίνομαι ενα σώμα.3. κόβομαι, βγαίνω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζομαι. -
12 потроха
-ов πλθ. (ενκ. σπάνια потрох -а α.)εντόσθια, σπλάχνα•куриные потроха τα εντόσθια της κότας.
εκφρ.выпустить -а – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•со своими -ами – με όλα τα υπάρχοντα μου, με ό,τι έχω και δεν έχω. -
13 ἐντός
Grammatical information: adv. and prep.Meaning: `inside' (Il.).Derivatives: ἔντοσθε(ν), rare ἔντοθεν (after ἔνδοθεν, ἔκτοθεν etc.) `(from) inside' (ep. Ion., Il.;) with ἐντόσθια and ἐντοσθίδια n. pl. `intestines' (Hp., Arist.; cf. Chantraine Formation 39), with the adj. ἐντόσθιος, - ίδιος `of the intestines' (medic. a. o.); cf. below. - Comparative ἐντότερος `inner' (LXX).Etymology: With Lat. intus `(from) inside' identical; IE formation in - tos (e. g. Skt. i-táḥ `from here', Lat. peni-tus `[from] inside') to the adverb *en; s. ἔν. Cf. ἐκτός. - ἐντόσθια not with Vendryes REGr. 23, 74 from *ἐντόστια (after ἔντοσθε) = Skt. antastya- n. `intestines'; the word belongs to Skt. antár `inside' (s. ἔντερον) with regular replacement of -r by -s- in sandhi before suffix - tya-.Page in Frisk: 1,525Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐντός
-
14 παστήρια
-
15 внутренность
1. (угла) τα εσο)τερικά σημεία (μιας γωνίας) 2. -й мн. (анат) τα εντόσθιατα σπλάχνατα σωθικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > внутренность
-
16 ливер
(пищ) η σηκωταριά, τα εντόσθια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ливер
-
17 требуха
пищ. τα εντόσθιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > требуха
-
18 туша
1. (выпотрошенное тело убитого животного) το σφαχτό (χωρίς εντόσθια) 2. (тело крупного животного) το σώμα μεγάλου σκοτωμένου ζώου, το σφαχτάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туша
-
19 убойный
1. (относящийся к убою) του σφαγείου 2. (предназначенный на убой) για σφάξιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убойный
-
20 утроба
1. (внутренняя часть живота человека или животного) τα σπλάχνατα εντόσθια2. (внутренняя часть чего-л.) το εσωτερικό (μέρος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утроба
См. также в других словарях:
ἐντόσθια — intestinal neut nom/voc/acc pl ἐντόσθιος intestinal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντόσθια — τα βλ. εντόσθιος … Dictionary of Greek
εντόσθια — τα τα σπλάχνα ανθρώπου ή ζώου, που είναι στην κοιλιακή κοιλότητα, τα σωθικά, τα τζιέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντοσθίοις — ἐντόσθια intestinal neut dat pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοσθίων — ἐντόσθια intestinal neut gen pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα … Dictionary of Greek
κοιλήπατα — κοιλήπατα, τὰ (Α) εντόσθια όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ ία + ἤπατα «εντόσθια», πληθ. τού ἦπαρ] … Dictionary of Greek
μίμαρκυς — μίμαρκυς, άρκυος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῡ ἱερείου μεθ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή… … Dictionary of Greek
σ(υ)κωταριά — η το συκώτι ενός ζώου μαζί με τα άλλα εντόσθια. σκωταριά η σκωταριά, η και συκωταριά, η τα εντόσθια του ζώου: Κράτησαν τη σκωταριά του αρνιού για να φτιάξουν κοκορέτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
άντερο — το 1. το έντερο* 2. στον πληθ. τα άντερα γενικά τα εντόσθια, τα σπλάχνα 3. φρ. «στριμμένο άντερο» ο δύστροπος «μου γυρίζουν τ άντερα» αισθάνομαι αηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. άντερον, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή παρετυμολογική σύνδεση προς… … Dictionary of Greek