-
101 ἐπι[πολ]ή
ἐπι[πολ]-ή, ἡ, ἐπιτέλλω (B)) pl. Ἐπιπολαί, αἱ, the Rise, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex ([place name] Euryalus), Th.6.96, etc.2. sg., surface, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.SD2.7, Gal.2.626.II. elsewh. only in gen., ἐπιπολῆς, as Adv., on the top, Hdt.2.62, Arist.GA 747a5, etc.;κάτω μὲν καὶ ἐ..., ἐν μέσῳ δέ.. X. Mem.3.1.7
;λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.Oec.19.4
; ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα uppermost, Hp.Art.77;τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.Phlb. 47c
, cf. 46e; of arguments, ἐ. εἶναι to be superficial, Arist.Rh. 1400b31; but τὰ παντελῶς ἐ. quite simple tasks, D.61.37;πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν Arist. HA 622b25
, cf. Rh. 1376b14.2. as Prep., c. gen., on the top of, above,τῶν πυλέων Hdt.1.187
, cf. Ar.Ec. 1108, Pl. 1207.3. with other Preps.,κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Hdt.4.201
;ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι D.S.5.38
; οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο made a deep impression, Luc.Nigr.35, etc. (condemned by Phryn.PSp.67 B., Luc. Sol.5);δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc.
ap. Ath.9.398a; so ἐν ἐπιπολῇ, = ἐπιπολῆς, Str.12.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]ή
-
102 ἔμβρυον
ἔμβρῠον, τό,A young one, ὑπ' ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ put a young one under each dam (to be suckled), Od.9.245,al., cf. Arist.PA 676a 17.II embryo, foetus, A.Eu. 945 (lyr.), Hp.Aph.5.52, Arist.GA 746a1, al. (From βρύω; expld. as τὸ ἐντὸς τῆς γαστρὸς βρύον by Eust. ad Od.l.c.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμβρυον
-
103 ἔντεα
ἔντεα, τά,A fighting gear, arms, armour,ἔ. ἀρήϊα Il.10.407
, Od. 23.368;ἔ. πατρός 19.17
; esp. coat of mail, corslet, Il.10.34;ἔντε' ἔδυνεν 3.339
, etc.II furniture, appliances, tackle,ἔ. δαιτός Od. 7.232
;ἔ. νηός
rigging,h.Ap.
489, Pi.N.4.70; ἔ. ἵππεια trappings, harness, ib.9.22, cf. P.4.235; harness,A.
Pers. 194 (but ἔντεα alone for chariots, Pi.O.4.24); ἔντεα αὐλῶν periphr. for αὐλοί, ib.7.12; also ἔντεα alone, musical instruments, Id.P.12.21; of the instruments of the Γάλλαι, Lyr.Adesp.121;ἔντεα Φοίβου Call.Ap. 19
.—[dialect] Ep. and Lyr. word, once in Trag. (v. supr.):—sg. ἔντος only in Archil.6. -
104 ἔντοσθε
ἔντοσθε and [full] ἔντοσθεν (the latter both before vowels, as Il.12.455, al., and before consonants, as ib. 296, al.), Adv.A from within, Od.2.424; also, = ἐντός, abs., Il.22.237: c. gen.,ἔντοσθε χαράδρης 4.454
, etc.; after its case,δόμων ἔ. Od.1.380
: never in [dialect] Att. or Trag., unless read metri gr. for ἔνδοθεν in A.Pers. 991 (lyr.): rare in Prose, Hp. Medic.11, D.S.1.35, Luc.VH1.24.—The form [full] ἔντοθεν, mentioned in Sch.D.T.p.278 H., An.Ox.1.178, is sts. found in codd., as Luc.Vit. Auct.26, and is conjectured in Od.9.239, 338.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔντοσθε
-
105 ἔξωθεν
II = ἔξω, Hdt.1.70, Pl.Ti. 33c, etc.; οἱ ἔ. those outside, Hdt. 9.5, etc. (but heathen in 1 Ep.Ti.3.7);οἱ ἔ. περιεστηκότες Aeschin.2.5
; τὰ ἔ. matters outside the house, opp. τἄνδον, A.Th. 201, cf. E.El. 74, etc.; αἱ ἔ. πόλεις foreign states, Pl.Plt. 307e;οἱ ἔ. λόγοι
foreign to the subject,D.
18.9;ἀκαταξέστους ἐκ τοῦ ἔ. IG12.372.61
.b c. gen.,ἐντὸς ἢ ἔ. δόμων; E.Med. 1312
;ἔ. ὅπλων συγκαθήμενοι X.An. 5.7.24
; free from, ; .c c. gen., besides, apart from, Gal.6.409, 16.502.III Gramm., ἔ. προσλαμβάνειν supply or understand a word, A.D.Synt.107.3; προσνεῖμαι ib.92.1; ὑπακούεσθαι ib.22.21.2 initially, Id.Pron.58.5, al.; finally, ib.60.6,al. -
106 ἕκμηνος
ἕκμηνος, ον,A of six months, half-yearly, ἑκμήνους χρόνους (Pors. for ἐμμήνους) S.OT 1137 ; : Subst. ἕκμηνος, ὁ, half-year,ἐντὸς ἑκμήνου Pl.Lg. 916b
;ἐν ἑγμήνῳ IG12(9).207.52
(Eretria, iii B.C.), cf. D.C.59.6 ; ἕ. (sc. ἀρχή), ἡ, Plb.6.34.3.II six months old, of an animal, Arist.HA 562b27;μὴ πρεσβύτερον ἐνιαυσίου καὶ ἑγμήνου IG12(5).647.8
([place name] Ceos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕκμηνος
-
107 ἡλικία
A time of life, age, ;γηραιὸν μέρος ἁλικίας Pi.P.4.157
;παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Id.O.4.29
; τήνδ' ἡ. ἀστῶν, i.e. their old age, A.Pers. 914: acc. used adverbially, in age,νέος ἡλικίην Hdt.3.134
; , cf. X.Cyn.2.3: so in dat.,ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος Th.5.43
; προεληλυθότες ταῖς ἡ. X.HG6.1.4; also ὑπὸ τῆς ἡ. from our age, Pl.La. 180d;αἱ δι' ἡλικίαν ἄτοκοι Id.Tht. 149c
; οἱ ἐν τῇ αὐτῆ ἡ. Th.1.80; τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡ. Id.2.44; ὅταν.. τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡ. Pl.R. 461b; πόρρω τῆς ἡ. to an advanced age, Id.Grg. 484c; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡ. Ar. Nu. 514; προϊούσης τῆς ἡ, Pl.Phdr. 279a; ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς beyond one's age, Men.Mon. 690: in pl., ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡ. Pl.R. 412e, cf. Lg. 625b, al.2 prime of life, manhood,ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ Pi.N.9.42
;αὐτὴ ἡ ἡ. τῶν νέων κατέκρινε Antipho 4.4.2
; ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡ. ἐλθεῖν, ἀφικέσθαι, Pl.Euthd. 306d, Tht. 142d, Men. 89b; ἡλικίην ἔχειν c. inf., to be of fit age for doing, Hdt.1.209, cf. Pl.Tht. 146b;ἡλικίας μετέχειν Th.7.60
; οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ men of military age, Id.8.75;ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι D.4.7
; ;οἱ τῆς ἡ. ἐντὸς γεγονότες Lys.2.50
; ἡ καθεστηκυῖα ἡ. maturity, Th.2.36, cf. IG12(7).239.21 ([place name] Amorgos); of women, womanhood, marriageable age, Hp.Prorrh.2.30, D.59.22;αἱ ἐν ἡ. γυναῖκες Pl.R. 461b
; : in pl.,οἱ ταῖς ἡ. οὐ καλῶς κεχρημένοι Aeschin.1.194
.II as collective Noun,= οἱ ἥλικες, those of the same age, comrades,ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ Il.16.808
, cf. Pi.P.1.74; esp. those of military age,τῆς ἡ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Lys.2.49
, cf. Th.3.67, 8.1, etc.; also, men of any age, παίδων τε καὶ ἀνδρῶν καὶ πάσης ἡ. Pl.Lg. 959e.III time, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον about the time of Laius, Hdt.5.59, cf. 60, 71;ἡ. τετρακοσίοισι ἔτεσι.. πρεσβυτέρους Id.2.53
.IV age, generation, ἐπὶ τῆς νῦν ἡ. Isoc.4.167; πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡ. Din. 1.38; εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡ. D.60.11; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡ. Plu.Per. 27, cf. D.L.5.37.V of the body, stature, as a sign of age, Hdt. 3.16, Pl.Euthd. 271b, D.40.56;τῇ ἡ. μικρός Ev.Luc.19.3
(but προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡ. πῆχυν ἕνα add a cubit to one's age (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27); ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡ. Luc.VH1.40; height of a pillar, Id.Syr.D.28. -
108 ἰωρός
ἰωρός, ὁ, [dialect] Att. for ὁ αὐτῆς τῆς πόλεως φύλαξ acc. to A.D.Pron.55.26 (pl., derived from ἵ), cf. Hdn.Gr.1.200, Hsch., Phot.; but ἐντὸς ([etym.] ἐν τοῖς) and ἐκτὸς ἰωροῦ, of the -
109 ἱλάεις
-
110 ἱλᾶς
-
111 ὀργάζω
A soften, knead, temper, A.Fr. 451 F ;πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν S.Fr. 482
, cf. 510, 787 ;πηλὸν.. ὄργασον Ar.Av. 839
, cf. Eup.248 ; ;ὀ. λίπεϊ.. θρόνα Nic.Al. 155
; of the action of fire,τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀ. Arist.Pr. 869b27
:—[voice] Med.,φύλλα ξηρὰ.. ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Hp.Mul.2.206
, cf. Archil. ap. Phot.p.64 R., Nic.Th. 652 ; dub. cj. in Alciphr.3.7 :—[voice] Pass., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ has been well kneaded, Pl.Tht. 194c (restored from Tim.Lex. and Suid. for εἰργ-). Cf. ὀργάω. -
112 ὄλα
ὄλα· τὰ ἐντὸς τῆς σηπίας στρογγύλα, Hsch. ; cf. ὀλός. -
113 ὑποφθέγγομαι
A speak in an undertone, ἐντὸς ὑ., of an ἐγγαστρίμυθος, Pl.Sph. 252c; ἡσυχῇ, ἠρέμα ὑ., Luc.Nigr.13, Longus 1.25;ὑ. τινί τι
hint gently, suggest,Plu.
2.88c.3 speak from underground, J.BJ3.2.3.II of birds, Ael.NA7.7, Longus 3.12; of a dog, Plu.Arat.8, Gal.18(1).291; alsoὑ. κερκίς Philostr.Im.2.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφθέγγομαι
-
114 ἁλιμῦρήεις
ἁλι - μῦρήεις, εντος (ἅλς, μῦρω): mingling with the sea, epith. of rivers.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁλιμῦρήεις
-
115 ἀνθεμόεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνθεμόεις
-
116 βαθυδῖνήεις
βαθυ - δῖνήεις, εντος ( δίνη): deepeddying.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυδῖνήεις
-
117 δῖνήεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δῖνήεις
-
118 ἔντοσθε(ν)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔντοσθε(ν)
-
119 ἔντοθεν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔντοθεν
-
120 ἔνδον
Grammatical information: adv.Meaning: `inside, at home' (Il.).Compounds: As 1. member e. g. in ἐνδο-μάχᾱς `fighting at home' (Pi.), ἐνδό-μυχος `who has his hiding place inside' (S.), - μενία, ἐνδουχία `furniture, movables' (Plb.; ἐνδυμενία Phryn., Pap.; after δύομαι `go inside'?).Derivatives: ἔνδο-θεν (like οἴκο-θεν etc..) `from inside, from the house' (Il.), ἔνδο-θι = ἔνδον (Hom.); on ἐνδοθίδιος s. below; ἐνδοσε (acc.?) = εἴσω (Keos), ἔνδω (Delph.; after ἔξω). Compar. and superl. ἐνδοτέρω (Hp., postclass.), - τάτω (postclass.); late ἐνδότερος, - τατος (VIp). - Through mixing with ἐντός arose ἐνδός (Dor.; cf. Kretschmer Glotta 27,11) with ἐνδοσθίδια pl. `intestines' (Epidaur.), with Cret. development ἐνδοθίδιος `living at home' (Gort.), ἐνδόσθια (LXX) = ἐντόσθια. After οἴκοι a. o. ἔνδοι (Lesb. Dor.; see Solmsen Wortforschung 114); on ἐνδάπιος s. v.; unclear ἐνδύλω ἔνδοθεν H. (like μικκύλος, δριμύλος? Baunack Phil. 70, 383). ἐνδινα s.v.Etymology: ἔνδον is identical with Hitt. andan `in it'; also anda `id.' = Lat. endo. Often explained as `in the house', from ἐν and an endingless locative of the root noun for `house' in δά-πεδον, δεσ-πότης, δόμ-ος (s. vv.); one adduces the expression Διὸς ἔνδον ἀγηγέρατο Υ 13, but the gen. can as well be elliptic; s. Vendryes MSL 15, 358ff. - Schwyzer 625f., Schwyzer-Debrunner 546f., Lejeune Les adv. en - θεν (s. index), Brugmann Grundr.2 2: 2, 723 w. n. 1. DELG rejects this view: it fits neither form nor meaning. Cf. Meid AAHG 1974, 54Page in Frisk: 1,511-512Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔνδον
См. также в других словарях:
έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… … Dictionary of Greek
ἐντός — within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… … Dictionary of Greek
εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμόεις — εντος, και Σιμοῡς, οῡντος, ὁ, Α ποταμός τής Τρωάδος τής Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα τού Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός* δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek