Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡλῐκί-α

См. также в других словарях:

  • ἥλικι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… …   Dictionary of Greek

  • τειχεώτης — και τειχιώτης, ὁ, Μ νυκτοφύλακας στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος, τείχεος + κατάλ. ώτης (πρβλ. ἡλικι ώτης)] …   Dictionary of Greek

  • ἥλικ' — ἥ̱λικα , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἥλικα , ἁλίζω 2 salt perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιχ' — ἥ̱λικα , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἥ̱λιχα , ἁλίζω 1 gather… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»