-
1 ἱλάεις
-
2 ιλάεις
-
3 ἱλάεις
-
4 ἰλλάεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλλάεις
-
5 ἰλῆς
-
6 ἱλᾶς
-
7 ἵλαος
ἵλαος [v. sub fin.], ον, [dialect] Ep. and Lyr. (incl. lyr. of Trag., A.Eu. 1040, S.OC 1480, Ar.Th. 1148): irreg. gen.A (iv B.C.); [dialect] Att. and later [full] ἵλεως, ων (also in Herod.4.25, v.l. for ἵλεον in Hdt.6.91), dual ; nom. pl.ἵλεῳ S.OC44
, X.Mem.1.1.9 (later ἵλεως indecl. as nom. pl., SIG985.47 (Philadelphia, ii or i B.C.), as acc. sg., LXX 2 Ma.7.37, 10.26, as gen. sg., ib.2.22); neut. : [full] ἵλεος, ον, Hdt.4.94, 6.91 (v. supr.); also Cret., SIG527.92 (Dreros, iii B.C.), GDI5039.26 ([place name] Hierapytna), Hsch.: [full] ἵληϝος, dub. in IG5(1).1562 (Olymp., vi or v B.C.,= Epigr. ap. Paus.5.24.3, where ἱλάῳ); [dialect] Aeol. [full] ἴλλαος Hdn.Gr.2.524, cf. ἱλάεις:—of gods, propitious, gracious,ἔπειθ' ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Il.1.583
, cf. Hes.Op. 340, Thgn.782, Archil.75, Pi.O.3.34, Trag.et Ar. ll. cc., Theoc.5.18: in Prose, Pl.Lg. 712b, LXXGe.43.23, al., UPZ78.24 ( εἵλ-, ii B.C.), Ep.Hebr.8.12, etc.; in deprecation, ἵλεώς σοι, κύριε (sc. ὁ θεός), i.e. be it far from thee, Ev.Matt.16.22;ἵ. ἡμῖν Πλάτων καὶ ἐνταῦθα OGI721.10
(Egypt, iv A.D.).2 of things, propitious, blameless, atoned for, ἵλαον ἦναι, opp. ἰνμενφὲς ἦναι, IG5(2).262(Mantinea, v B.C.).II of men, gracious, kindly,σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il.9.639
;σοι.. θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵ. ἔστω 19.178
;ἵλεως κλύειν S.El. 655
; , cf.Tr. 763;ἐποίησέ θ' ἱλαρὸν.. κἀπέδειξεν ἵλεων Ephipp.6.7
: sts. almost,=ἱλαρός, μειδῆσαι γελάσαι τε καὶ ἵλαον σχεῖν θυμόν h.Cer. 204
, cf. Pl.Smp. 206d; .
См. также в других словарях:
ιλάεις — ἱλάεις και ἱλᾱς και ιων. τ. ἰλῆς και αιολ. τ. ἰλλάεις (Α) βλ. ίλαος … Dictionary of Greek
ἱλάεις — ἱλάομαι pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλάς — ἱλάς, ᾱντος, ὁ (Α) ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἱλάεις < θ. ἱλα τού ρ. ἱλά σκομαι + κατάλ. εις, (πρβλ. σκι άεις)] … Dictionary of Greek
ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… … Dictionary of Greek
ιλής — ἰλῆς (Α) βλ. ιλάεις … Dictionary of Greek