-
1 πῡρός
πῡρός, ὁ, der Weizen; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριϑαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῠρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.
-
2 πῡρός
πῡρός, ὁ, der Weizen; als Pferdefutter, Futter der Gänse -
3 ἔμ-πυρος
ἔμ-πυρος, im Feuer; – a) von Pind. an, Brandopfer, aus deren Flamme geweissagt wird, ἐμπύροις τεκμαίρεσϑαι Ol. 8, 3, vgl. I. 3, 87; so Soph. El. 397 Ant. 992, wo das Verfahren ausführlicher erwähnt ist (B. A. 247 αἱ διὰ πυρὸς ϑυσίαι; VLL. τὰ καιόμενα ἱερά; bei Dion. Hal. 2, 25 ἔμπυρος ϑυσία); ἐμπύρων εἶδες φλόγα Eur. Suppl. 167; dah. δι' ἐμπύρων σπονδὰς καϑεῖναι I. A. 59; ἔμπυρα σήματ' ἰδέσϑαι Ap. Rh. 1, 145; in später Prosa: κατάρας ἐπὶ τῶν ἐμπύρων ποιεῖσϑαι Pol. 16, 31, 7; ὁρκωϑῆναι ἐπὶ ἐμπ. App. Hisp. 9, 1 u. A. So auch ἡ ἔμπυρος τέχνη Eur. Phoen. 954; βωμός, auf dem Opferfeuer brennt, Archi. 16 (X, 7). – b) Alles, was am oder im Feuer gearbeitet wird, Ggstz ἄπυρος; Plat. Polit. 287 e; ἔμπυρα σκεύη Legg. III, 679 a; τέχνη τοῠ Ἡφαίστου, Kunst der Feuerarbeiter, Prot. 321 e. Bei Eur. Phoen. 1186, ἔμπυρος πίπτει νεκρός, = durch den Blitz verbrannt. Auch = brennend, ὀρϑοστάται Eur. Hel. 547; λαμπάς Ep. ad. 123 (VI, 100); ἠέλιος Leon. Tar. 49 (IX, 24); gekocht, gebraten, σάρξ Qu. Haec. 8 (VI, 89). Der Sonne ausgesetzt, heiß, Theophr. öfter, χώρα Strab.; ὁδοιπορία D. Sic. 19, 19; übertr., feurig, καὶ ἀκμάζων βασιλεύς Plut. Num. 5. – c) an Fieberhitze leidend, Medic. – Adv. ἐμπύρως, feurig, ἐρᾶν Poll. 3, 68.
-
4 πολύ-πυρος
πολύ-πυρος, feuerreich, bei Schol. Aesch. Prom. 885 Erkl. von ἄπυρος.
-
5 πολύ-πῡρος
πολύ-πῡρος, weizenreich; Ἄργος, Il. 15, 327; Δουλίχιον, Συρίη, Od. 14, 335. 15, 406, u. öfter; u. auch bei andern Dichtern Beiwort fruchtbarer Länder, Aesch. Suppl. 750; Add. 1 (VI, 258), ἄρουρα, u. a. Sp.
-
6 φιλό-πῡρος
φιλό-πῡρος, den Weizen liebend, Δηώ, Philp. 19 (VI, 36).
-
7 κατά-πυρος
κατά-πυρος, angezündet, sehr feurig, heiß; bei Theocr. an der unter καταπυρίζω angeführten Stelle vermuthet man κάππυρος εὖσα.
-
8 κνηκό-πῡρος
κνηκό-πῡρος, weizengelb, Ath. XIV, 649 a, oder aus Safflor u. Weizen gemacht.
-
9 ζά-πυρος
ζά-πυρος, sehr feurig, Aesch. Prom. 1086.
-
10 εὔ-πῡρος
-
11 διά-πυρος
διά-πυρος, vom Feuer durchglüht, glühend; δαλός Eur. Cycl. 627; vgl. Plat. Tim. 88 a; Xen. Mem. 4, 7, 7 u. Folgde. – Bes. übertr., feurig, heftig, leidenschaftlich, ἄνδρες ἄγριοι Plat. Rep. X, 615 e; – superl., Legg. VI, 783 a; – öfter bei Folgdn, bes. Plut., z. B. ἤϑη, Lyc. 9; πρὸς ὀργήν, Gen. Socr. 3; πρὸς δόξαν, Luc. 4; auch von Handlungen, ἔργον, Luc.; μῖσος, Plut. Arat. 3.
-
12 δί-πυρος
-
13 λευκό-πῡρος
λευκό-πῡρος, = σεμίδαλις, Philo.
-
14 θεό-πυρος
-
15 λαγώ-πῡρος
λαγώ-πῡρος, ὁ, Hasenweizen, das Kraut, welches auch λαγώπους hieß, Hippocr.
-
16 αὐτό-πῡρος
αὐτό-πῡρος ἄρτος Alexis bei Ath. III, 110 e, grobes Weizenbrot, wozu das Mehl u. die Kleie genommen wurde, Galen.
-
17 αἰγί-πυρος
αἰγί-πυρος, ὁ, ein Kraut, Ziegenbrand, Theocr. 4, 25; auch τὸ αἰγίπυρον, Ep. ad. 605 ( App. 120).
-
18 ἀμφί-πυρος
-
19 ὀλιγό-πῡρος
ὀλιγό-πῡρος, mit wenig Weizen, Theophr.
-
20 ὁμοιό-πῡρος
ὁμοιό-πῡρος, dem Weizen ähnlich, Theophr.
См. также в других словарях:
πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
πυρός — πῦρ fire neut gen sg πῡρός , πυρός wheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… … Dictionary of Greek
Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek