-
1 ἄρτος
-
2 ἄρτος
-
3 στρεπτίκιος άρτος
στρεπτίκιος άρτος, ὁ, von Athen. III, 113 d erkl., eine Kuchenart.
-
4 μεγάλ-αρτος
μεγάλ-αρτος, mit großen Broten, ein Heros in Böotien, Ath. III, 109 b.
-
5 στρεπτίκιος άρτος
στρεπτίκιος άρτος, ὁ, eine Kuchenart -
6 τηγανίτης
τηγανίτης, ὁ, ἄρτος, in der Pfanne gebackenes Brot, Hesych. ἄρτος ἔπὶ τηγάνου γεγονὼς καὶ μετὰ τυροῠ ὀπτώμενος. Vgl. Hipponax bei Ath. XIV, 645.
-
7 τῡρόεις
τῡρόεις, εσσα, εν, zsgzgn τῡροῦς, οῦσσα, οῦν, käsig, käseartig; ἄρτος, Sophr. bei Ath. III, 110 d; ὁ τυρόεις, sc. ἄρτος oder πλακοῦς, Käsebrot, Käsekuchen, τυροῦντα Hegemon bei Ath. XV, 698 e; so ist bei Theocr. 1, 58 auch zu schreiben, wenn nicht τυρόεντα dreisylbig auszusprechen od. mit Sophron. τυρῶντα, dor. für τυροῦντα zu schreiben ist.
-
8 κριμνατίας
κριμνατίας, ἄρτος, oder κριμματίας, Archestr. bei Ath. III, 112 b, = Folgdm, als χόνδρινος ἄρτος erklärt.
-
9 κλῑβανίτης
κλῑβανίτης, ἄρτος, ὁ, u. κλῑβανίκιος, ἄρτος, Brot, das im Ofen gebacken ist -
10 πιτῡρίας
-
11 πανός
-
12 πλακίτης
-
13 πλησί-γναθος
πλησί-γναθος, die Backen füllend, ἄρτος, Sopat. com. b. Ath. III, 109 e.
-
14 πῡραμοῦς
πῡραμοῦς, ὁ, statt πυραμόεις, ein Kuchen von geröstetem Weizen mit Honig ( Ath. III, 144 b, ἄρτος διὰ σησάμων πεττόμενος καὶ τάχα ὁ αὐτὸς τῷ σησαμίτῃ ὤν), Ar. Equ. 277, den der bekam, welcher die Nacht über bei der παννυχίς wachend aushalten konnte; dah. Th. 94 τοῠ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῠς, in der List ist der Kuchen unser, d. i. bin ich des Sieges gewiß, vgl. Schol. zur Stelle und πυραμίς.
-
15 πῡρίτης
-
16 σποδίτης
-
17 συγ-κομιστός
συγ-κομιστός, zusammengetragen, -gebracht, δεῖπνον, ein Picknick, Ath., auch ἄρτος, id. III, 109 c.
-
18 σιφαῖος
-
19 σεμιδᾱλίτης
σεμιδᾱλίτης, ὁ, ἄρτος, aus dem feinsten Weizenmehl bereitetes Brot, Semmel, Trypho bei Ath. III, 109 c.
-
20 σιλιγνίτης
σιλιγνίτης, ὁ, ἄρτος, Brot vom feinsten Mehl des Sommerweizens, Galen.
См. также в других словарях:
ἅρτος — ἄρτος , ἄρτος cake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτος — cake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
άρτος — ο η κυριότερη τροφή του ανθρώπου, το ψωμί, το καρβέλι: «άρτος ένζυμος», το συνηθισμένο ψωμί με μαγιά· «άρτος άζυμος», αυτός που δεν έχει μαγιά, ψωμί λειψό· «άγιος άρτος», αυτός που καθαγιάστηκε στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας και μετουσιώθηκε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλειφατίτης άρτος — ἀλειφατίτης ἄρτος, ο (Α) ψωμί παρασκευασμένο με προσθήκη λαδιού ή λίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφατα, πληθ. τής λ. ἄλειφαρ *] … Dictionary of Greek
ἄρτω — ἄρτος cake masc nom/voc/acc dual ἄρτος cake masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Артос — (άρτος) Βсецелая просфора. Так называется большой раскрашенный и позолоченный хлеб, по краям которого пишется полный стих: Христос воскресе и проч., а в середине изображается либо крест, либо Воскресение Христово. В течение Светлой Недели он… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἄρτε — ἄρτος cake masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτοι — ἄρτος cake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτοιν — ἄρτος cake masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτοιο — ἄρτος cake masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)