-
1 ὁδοιπορία
ὁδοι-πορία, ἡ, die Wanderung, Reise -
2 ὁδοι-πορεία
ὁδοι-πορεία, ἡ, = ὁδοιπορία, N. T.
-
3 ἄ-τρῡτος
ἄ-τρῡτος, 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Uebeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.
-
4 ἔμ-πυρος
ἔμ-πυρος, im Feuer; – a) von Pind. an, Brandopfer, aus deren Flamme geweissagt wird, ἐμπύροις τεκμαίρεσϑαι Ol. 8, 3, vgl. I. 3, 87; so Soph. El. 397 Ant. 992, wo das Verfahren ausführlicher erwähnt ist (B. A. 247 αἱ διὰ πυρὸς ϑυσίαι; VLL. τὰ καιόμενα ἱερά; bei Dion. Hal. 2, 25 ἔμπυρος ϑυσία); ἐμπύρων εἶδες φλόγα Eur. Suppl. 167; dah. δι' ἐμπύρων σπονδὰς καϑεῖναι I. A. 59; ἔμπυρα σήματ' ἰδέσϑαι Ap. Rh. 1, 145; in später Prosa: κατάρας ἐπὶ τῶν ἐμπύρων ποιεῖσϑαι Pol. 16, 31, 7; ὁρκωϑῆναι ἐπὶ ἐμπ. App. Hisp. 9, 1 u. A. So auch ἡ ἔμπυρος τέχνη Eur. Phoen. 954; βωμός, auf dem Opferfeuer brennt, Archi. 16 (X, 7). – b) Alles, was am oder im Feuer gearbeitet wird, Ggstz ἄπυρος; Plat. Polit. 287 e; ἔμπυρα σκεύη Legg. III, 679 a; τέχνη τοῠ Ἡφαίστου, Kunst der Feuerarbeiter, Prot. 321 e. Bei Eur. Phoen. 1186, ἔμπυρος πίπτει νεκρός, = durch den Blitz verbrannt. Auch = brennend, ὀρϑοστάται Eur. Hel. 547; λαμπάς Ep. ad. 123 (VI, 100); ἠέλιος Leon. Tar. 49 (IX, 24); gekocht, gebraten, σάρξ Qu. Haec. 8 (VI, 89). Der Sonne ausgesetzt, heiß, Theophr. öfter, χώρα Strab.; ὁδοιπορία D. Sic. 19, 19; übertr., feurig, καὶ ἀκμάζων βασιλεύς Plut. Num. 5. – c) an Fieberhitze leidend, Medic. – Adv. ἐμπύρως, feurig, ἐρᾶν Poll. 3, 68.
См. также в других словарях:
ὁδοιπορία — ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίᾳ — ὁδοιπορίαι , ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… … Dictionary of Greek
οδοιπορία — η πορεία σε δρόμο, περπάτημα για πολλή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίας — ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem acc pl ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαι — ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαν — ὁδοιπορίᾱν , ὁδοιπορία walking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιποριῶν — ὁδοιπορία walking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαις — ὁδοιπορία walking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)