Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁδοιπορία

См. также в других словарях:

  • ὁδοιπορία — ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορίᾳ — ὁδοιπορίαι , ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπορία — η πορεία σε δρόμο, περπάτημα για πολλή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορίας — ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem acc pl ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορίαι — ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορίαν — ὁδοιπορίᾱν , ὁδοιπορία walking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιποριῶν — ὁδοιπορία walking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορίαις — ὁδοιπορία walking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»