Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀμφί-πυρος

См. также в других словарях:

  • κατάπυρος — κατάπυρος, ον (Α) διάπυρος, πυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί πυρος, διά πυρος] …   Dictionary of Greek

  • αμφίπυρος — ἀμφίπυρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα 2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πυρος < πῦρ] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»