Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλατύ-πεδος

См. также в других словарях:

  • πλατύπεδος — ον, Α αυτός που έχει πλατιά πεδία, πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. Ησιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πέδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ πεδος] …   Dictionary of Greek

  • υψίπεδος — η, ο / ὑψίπεδος, ον, ΝΜΑ (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο τού Θιβέτ» β. «τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»