-
41 χαλκοπεδος
-
42 βαθύπεδος
βᾰθύ-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύπεδος
-
43 εἰκοσίπεδος
εἰκοσῐ-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσίπεδος
-
44 εὐρύπεδος
εὐρῠ-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρύπεδος
-
45 κοιλόπεδος
κοιλό-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλόπεδος
-
46 κραταίπεδος
κρᾰταί-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίπεδος
-
47 οἰνόπεδος
A with soil fit to produce wine, abounding in wine,ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193
, cf. 11.193 ; productive of wine, - πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c.II Subst. [suff] οἰνό-πεδον, τό, vineyard,τέμενος.., τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579
, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 ([place name] Cos):—also [suff] οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνόπεδος
-
48 πεντάπεδος
πεντά-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάπεδος
-
49 πλατύπεδος
πλᾰτύ-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατύπεδος
-
50 τετρακαιδεκάπεδος
τετρᾰκαιδεκά-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρακαιδεκάπεδος
-
51 τετράπεδος
τετρᾰ-πεδος, ον,A with four surfaces or sides, squared,λίθοι D.S.20.95
, cf. IG42(1).119.14, al. (Epid.), Arr.An.6.29.5 (v.l. τετραπόδου), Hdn.8.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράπεδος
-
52 τριακοντάπεδος
τρῐᾱκοντᾰ-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντάπεδος
-
53 τρίπεδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπεδος
-
54 φοινικόπεδος
φοινῑκό-πεδος, ον,A with red bottom or ground, of the Red Sea,φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς.. χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικόπεδος
-
55 χαλκόπεδος
χαλκό-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόπεδος
-
56 ἐνεπίπεδος
ἐνεπί-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεπίπεδος
-
57 ἑκατόμπεδος
A a hundred feet long, πυρὴ ἑκατόμπεδος ἔνθα καὶ ἔνθα a hundred feet all ways, Il.23.164 ;νεώς Th. 3.68
(v.l. -ποδος), IG12.256, al., cf. Pi.l.6(5).22, Tab.Heracl.2.24, al.;ὁ ἑ. Παρθενών Plu.Per.13
;ἡ ἑ. Id. Dio 45
; τὸ Ἑ. on the Acropolis of Athens, IG12.4.10, 18 ; at Dodona, Ptol. Geog.3.13.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόμπεδος
-
58 ἑκατοντάπεδος
A = ἑκατόμπεδος, νεώς Jul.Ep. 180.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάπεδος
-
59 ἑξάπεδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάπεδος
-
60 ἰσόπεδος
ἰσό-πεδος, ον,A of even surface, level,ἐξ ἰ. χωρίου Hp.VC11
, cf. Luc.Hipp.4;ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011
; ἰ. χρώματα flat in appearance, opp. κοῖλα, Alex.Aphr.Pr.1.49.2 c. dat., level or even with,χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Hdt.4.201
, cf. D.S. 19.94, Plu.Num.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόπεδος
См. также в других словарях:
τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ευρύπεδος — εὐρύπεδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύ πεδος, επί πεδος)] … Dictionary of Greek
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek
κοιλόπεδος — κοιλόπεδος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] … Dictionary of Greek
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek
φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] … Dictionary of Greek
μελάμπεδος — μελάμπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδον (πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος)] … Dictionary of Greek
οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek