-
61 ὀκτάπεδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάπεδος
-
62 ὀκτωκαιδεκάπεδος
ὀκτωκαιδεκά-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωκαιδεκάπεδος
-
63 ὑψίπεδος
ὑψῐ-πεδος, ον,A with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίπεδος
-
64 ἑκατόμπεδος
ἑκατόμ-πεδος, ἑκατόμποδος ( πούς): a hundred feet each way, Il. 23.164†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑκατόμπεδος
-
65 ἑκατόμποδος
ἑκατόμ-πεδος, ἑκατόμποδος ( πούς): a hundred feet each way, Il. 23.164†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑκατόμποδος
-
66 ἔμπεδος
ἔμ-πεδος ( πέδον): firmly standing or footed, Od. 23.203, Il. 13.512; firm, immovable, unshaken, Il. 12.9, 12; so of the mind, βίη, μένος, φρένες, ‘unimpaired,’ Od. 10.493 ; ἔμπεδος οὐδ' ἀεσίφρων ( Πρίαμος), Il. 20.183; ‘sure,’ ‘certain,’ Od. 19.250, Od. 8.30; of time, ‘lasting,’ ‘constant,’ Il. 8.521, Od. 8.453; and metaph., ἦτορ, φρένες, Ζ 3, Od. 18.215.—Neut. ἔμπεδον as adv., with the same meanings, στηρίξαι firmly, Od. 12.434 ; μένειν, without leaving the spot, Il. 5.527 ; θέειν, ‘constantly,’ Il. 13.141, Od. 13.86.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔμπεδος
-
67 κραταίπεδος
κραταί-πεδος ( πέδον): with strong ( hard) footing or surface, Od. 23.46†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κραταίπεδος
-
68 οἰνόπεδος
οἰνό - πεδος ( πέδον): consisting of wine-land, wine-yielding; subst., οἰνόπεδον, vineyard, Il. 9.579.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἰνόπεδος
-
69 ἀμφίπεδος
ἀμφί-πεδος, rings mit Feld umgeben, umflurt -
70 ἄπεδος
-
71 βαθύπεδος
βαθύ-πεδος, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen -
72 ἑκατόμπεδος
ἑκατόμ-πεδος, hundert Fuß lang. Der Tempel der Athene in Athen wird τὸ ἑκατόμπεδον genannt -
73 ἔμπεδος
ἔμ-πεδος, fest im Boden, fest auf seinem Platze, feststehend, unumstößlich; σίνος ἐσϑημάτων, fest daran haftend; übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, er ist nicht mehr in gewohnter Sinnesart; μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν, die treu bleiben; was an ἔμπ. ἦτορ, φρένες, νοῠς, den unerschütterlichen, stets sich gleichbleibenden Sinn erinnert; Priamus heißt ἔμπεδος οὐδ' ἀεσίφρων. Von der Zeit: beständig, fortdauernd. Das neutr. ἔμπεδον u. ἔμπεδα adverbial, ἔμπεδον μένειν, Stand halten, im Ggstz der Flucht; ϑέειν ἔμπ., immerfort, ununterbrochen laufen; von πέδη abgeleitet ἔμπεδος für »gefesselt«, in Fesseln -
74 ἑξάπεδος
-
75 ἐπίπεδος
ἐπί-πεδος, von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωϑεν, ohne Berge, Attika; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene; ἀριϑμός, Quadratzahl -
76 εὐρύπεδος
-
77 ἰσοεπίπεδος
-
78 ἰσόπεδος
ἰσό-πεδος, dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden -
79 κραναήπεδος
κραναή-πεδος, mit hartem, felsigem Boden -
80 μελάμπεδος
См. также в других словарях:
τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ευρύπεδος — εὐρύπεδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύ πεδος, επί πεδος)] … Dictionary of Greek
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek
κοιλόπεδος — κοιλόπεδος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] … Dictionary of Greek
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek
φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] … Dictionary of Greek
μελάμπεδος — μελάμπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδον (πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος)] … Dictionary of Greek
οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek