Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔμφρονα

См. также в других словарях:

  • ἔμφρονα — ἔμφρων in one s mind neut nom/voc/acc pl ἔμφρων in one s mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφρον' — ἔμφρονα , ἔμφρων in one s mind neut nom/voc/acc pl ἔμφρονα , ἔμφρων in one s mind masc/fem acc sg ἔμφρονι , ἔμφρων in one s mind dat sg ἔμφρονε , ἔμφρων in one s mind nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»