Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔλσας

См. также в других словарях:

  • ἔλσας — εἴλω shut in aor ind act 2nd sg (epic) ἔλσᾱς , εἴλω shut in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • Αραγκόν, Λουί — (Louis Aragon, Παρίσι 1897 – Παρίσι 1982). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ολόκληρο το έργο του κυριαρχείται από τρεις δυνάμεις: την πολιτική στράτευση, την πατρίδα και τον έρωτα για τη γυναίκα του, την Έλσα Τριολέ, στην οποία, όπως λέει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»