Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔθρις

См. также в других словарях:

  • ίθρις — ἴθρις, ὁ (Α) ευνούχος, ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴθρις είναι παράλληλος τ. τού ἔθρις, με τροπή τού ε σε ι (πρβλ. ιδρύω). Ο τ. ἔθρις συνδέεται με αρχ. ινδ. vadhri «ευνουχισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… …   Dictionary of Greek

  • u̯edh-1 —     u̯edh 1     English meaning: to push, hit     Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen”     Material: O.Ind. vadhati, ávadhīt “hit, bump, poke, destroy”, Kaus. vadhayati, vadhá m. “tötend, Mordwaffe (esp. from Indras Geschoß); blow, knock,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»