-
1 ερεθίζει
-
2 ἐρεθίζει
-
3 καρεθίζει
ἐρεθίζει, ἐρεθίζωrouse to anger: pres ind mp 2nd sgἐρεθίζει, ἐρεθίζωrouse to anger: pres ind act 3rd sg -
4 κἀρεθίζει
ἐρεθίζει, ἐρεθίζωrouse to anger: pres ind mp 2nd sgἐρεθίζει, ἐρεθίζωrouse to anger: pres ind act 3rd sg -
5 ἐρεθἱζω
ἐρεθἱζω (vgl. ἔρις, ἐρέϑω), reizen, aufreizen, bes. zum Zorn u. Kampf, Il. 1, 32. 17, 658; κερτομίοις ἔπεσί τινα, durch Schmähreden aufbringen, 5, 419; zur Neugier reizen, neugierig machen, Od. 19, 45; Pind. frg. 259; Tragg. ἐμὰς δὲ φρένας ἠρέϑισε διάτορος φόβος Aesch. Prom. 181; φιλαύλους Μούσας Soph. Ant. 965; χορούς Eur. Bacch. 148; οὐδὲν ἡμῶν ζῷον ἠρεϑισμένον μᾶλλον ὀξύϑυμόν ἐστι Ar. Vesp. 1104, vgl. Lys. 476; Σκύϑαι ἐρεϑισϑέντες ὑπὸ Δαρείου Her. 6, 40– anfachen, φέψαλος ἐρεϑιζόμενος οὐρίᾳ ῥιπίδι Ar. Ach. 669, τὴν φλόγα ἐρ. Hel..8, 9, πνεῠμα ἠρεϑισμένον Eur. Med. 1119, das durch das Laufen verursachte schnelle Athmen, Keuchen, – anlocken, κρήνη ἐρεϑίζει Anacr. 17, 14, – μάγαδιν, schlagen, spielen, Telezt. bei Ath. XIV, 637. a.
-
6 ερεθιζω
дор. ἐρεθίσδω (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)1) раздражать(τινὰ κερτομίοις ἐπέεσσι Hom.; οἱ νομάδες ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her.)
2) дразнить, беспокоить(κύνας τ΄ ἄνδρας Hom. σφηκιάν Arph.; τὸν ὄφιν Arst.; τὸν πολέμιον Plut.)
3) сердить, возмущать(Μούσας Soph.)
4) возбуждать, волновать(φρένας Aesch.; τέν γεῦσιν ὀσμαῖς Plut.)
5) приводить в движение(χορούς Eur.)
πνεῦμα ἠρεθισμένον Eur. — ускоренное (от быстрой ходьбы) дыхание, одышка6) вызывать, разжигать(τὸ φονικὸν καὴ θηριῶδες Plut.)
ἐ. τινά Hom. — разжигать чьё-л. любопытство7) раздувать(φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι Arph.)
8) растравлять, бередить(ἕλκος ἠρεθισμένον Polyb.)
9) манить, звать(κρήνη ἐρεθίζει Anacr.)
-
7 драть
дратьнесов разг1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:\драть обувь σκίζω τά παπούτσια·2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:\драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·3. (сечь, пороть):\драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·4. (дорого брать) γδέρνω:\драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·5. (раздражать, царапать):бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα. -
8 ἔθω
ἔθω,A to be accustomed, to be wont: [tense] pres. only in part., κακὰ πόλλ' ἕρδεσκεν ἔθων much ill he wrought after his wont, Il.9.540; (in these passages some Gramm. expld. ἔθων as, = βλάπτων, φθείρων (and it was so used by Call.Fr. 108), and (in 16.260) ἐρεθίζων, cf. ἔθει· φθείρει, ἐρεθίζει, Hsch., ἐθρίς, ἴθρις): [tense] pf.εἴωθα Il.5.766
, etc., [dialect] Ep. and [dialect] Ion.ἔωθα 8.408
, etc., is used as [tense] pres.; [tense] plpf. εἰώθειν, [dialect] Ion. ἐώθεα, as [tense] impf.; part. εἰωθώς, [dialect] Ion. ἐωθώς, also in Archipp.48, Araros19; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. [tense] pf.ἐθώκατι Hsch.
: mostly c. inf., Il.5.766, Hdt.3.31, Th.1.99, etc.: impers., ὡς εἴωθε as is the custom, Ar.Ec. 282;ὥσπερ εἰώθει Plu.Sull.9
, etc.: freq. abs. in part., of persons, accustomed, customary, usual,ἡνιόχῳ εἰωθότι Il.5.231
; ὑμῖν.. τοῖς εἰώθοσιν who are used [to hear me], S.Ph. 939; οὐκ ἐωθώς praeter morem, Hdt.1.111; of things,τὰ ἐωθότα νοήματα Id.3.80
;ἐν τῷ εἰ. τρόπῳ Pl.Ap. 27b
, etc.: freq. in neut., παρὰ τὸ εἰ. contrary to custom, Th.4.17,55; τὰ εἰ. ordinary things, Ar.Ra.1, Th.2.51, etc. -
9 ἔθων
Grammatical information: adj.Meaning: in χλούνην σῦν ἄγριον... ὅς κακὰ πόλλ' ἔρδεσκεν ἔθων Οἰνῆος ἀλωήν (Ι 540), pl. σφήκεσσιν ἐοικότες..., οὕς παῖδες ἐριδμαίνουσιν ἔθοντες (Π 260).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: In antiquity = βλάπτων, φθείρων, or ἐρεθίζοντες; also ἔθει φθείρει, ἐρεθίζει H. Others connected εἴωθα `is used'. - Against the last interpretation can be said, that beside the old perfect εἴωθα indicating a situation there is no other form, and that the construction conflicts with that of εἴωθα, and that a translation `acting conform his character' v. t., from a swine is strange. Still this seems to fit very well. Doubtful also K. Fr. W. Schmidt KZ 45, 231ff. connected ἔθων as present to ὠθέω. Cf. also Leumann Hom. Wörter 212f. - Diff. on ἔθω (to εἴωθα, ἔθος) Bechtel Lex. s. v. DELG prefers βλάπτων (which seems rejected by ἐριδμαίνουσι). Not to ἔθρις.Page in Frisk: 1,449-450Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔθων
См. также в других словарях:
ἐρεθίζει — ἐρεθίζω rouse to anger pres ind mp 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀρεθίζει — ἐρεθίζει , ἐρεθίζω rouse to anger pres ind mp 2nd sg ἐρεθίζει , ἐρεθίζω rouse to anger pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
вадить — спорить, клеветать , диал. манить, обманывать , новгор. (Преобр. 1, 62), др. русск., ст. слав. вадити κατηγορεῖν, обадити calumniari , болг. обадя, обаждам извещаю , словен. vaditi заявлять, подавать жалобу, сознаваться; приманивать , чеш. vaditi … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
овод — род. п. а, укр. овад, блр. овад, др. русск. оводъ (Нестор, Жит. Феодос.; см. Соболевский, Лекции 81), русск. цслав. овадъ, обадъ, болг. овад (Младенов 771), сербохорв. о̏ба̑д, о̏ва̑д, словен. obàd, род. п. obada овод , чеш., слвц. оvаd овод ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
подражати — ПОДРАЖА|ТИ (62), Ю, ѦТЬ гл. 1.Подражать, следовать комул., чемул.: Подражаи самарѧныню женѹ. Изб 1076, 241 об.; рьвьновати семѹ тьщахѹтьс˫а и подражати ˫ако мощьно. (μιμεῖσϑαι) ЖФСт к. XII, 52; подражааше житию и съмѣрению прп(д)бнааго своѥго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
γαργαλητό — το [γαργαλώ] το να ερεθίζει κανείς κάποιον με γαργάλημα … Dictionary of Greek
δαιμονιστής — ο [δαιμονίζω] ο δαιμονολάτρης, αυτός που πιστεύει στους δαίμονες 2. όποιος έχει τη συνήθεια να δαιμονίζει ή να ερεθίζει τους άλλους … Dictionary of Greek