-
1 κρῑός
κρῑός, ὁ (vgl. κέρας, κεραός), der Widder, Schaafbock; Od. 9, 461; Pind. P. 4, 121; Soph. Ai. 237; Her. 2, 42 u. sonst in Prosa. – Auch das Himmelszeichen u. Sternbild, Arat. 238. – Ein Seeungeheuer, großes Seethier, von der Art der κήτη, Ael. H. A. 9, 49. 15, 2. – Nach Poll. 1, 83 auch Schiffe, wahrscheinlich von ihrem Bilde am Vordertheile benannt. – Ein Belagerungswerkzeug, Mauerbrecher, aries, Xen. Cyr. 7, 4, 1 u. Folgde. – Ὀροβιαῖος κριός, eine Art Kichererbse, Theophr. Vgl. κρεῖος. – Auch die Schnecke am Knauf der korinthischen Säulen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit den gewundenen Widderhörnern, Hesych., Inscr.
-
2 κριος
ὅ1) баран Hom., Her. etc.2) стеноломное орудие, таран(μηχαναὴ καὴ κριοί Xen.)
3) созвездие Овна Plut. -
3 Κρίος
-
4 Κρῖος
-
5 κριός
κρῑός, ὁ,A ram, Od.9.447, 461, Hdt.2.42, etc.;κριοὶ ἄγριοι Id.4.192
: prov., κριὸς τροφεῖα ἀπέτεισεν, of ingratitude, because a ram butts at those who have brought him up, Zen.4.63, Suid., Hsch.;κριοὺς ἐκγεννᾶν τέκνα Eup.99
; κριοῦ διακονία, of thankless service, Suid., Hsch.; τὸν κριὸν ὡς ἐπέχθη the 'shearing of the ram', in allusion to the ode of Simonides in honour of Crius of Aegina, Ar.Nu. 1356.3 the constellation Aries, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.13, Euc.Phaen.p.6 M., Arat.238, J.AJ3.10.5, etc.II a seamonster, Ael.NA9.49, 15.2, Opp.H.1.372, 5.33, etc.IV volute on the Corinthian capital, twisted like a ram's horn, Hsch.VII a variety of ἐρέβινθος, Thphr.HP8.5.1, PCair.Zen.192.8 (iii B. C.), Dsc.2.104, Gal.6.533: misspelt κρεῖος in Sophil.8: Lat. cicer arietinum, Petron.35, etc.; est enim arietino capiti simile, Plin.HN18.124. (Prob. cogn. with κέρας.) -
6 κρῑός
κρῑός, ὁ, der Widder, Schafbock. Auch das Himmelszeichen u. Sternbild. Ein Seeungeheuer, großes Seetier, von der Art der κήτη; auch Schiffe, wahrscheinlich von ihrem Bilde am Vorderteile benannt. Ein Belagerungswerkzeug, Mauerbrecher, aries. Ὀροβιαῖος κριός, eine Art Kichererbse. Auch die Schnecke am Knauf der korinthischen Säulen, wegen ihrer Ähnlichkeit mit den gewundenen Widderhörnern -
7 Κριός
Κριόςram: masc nom sg -
8 κριός
1 ramτὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68
“κέλεται γὰρ ἑὰν κομίξαι ψυχὰν Φρίξος ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν, τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.161 -
9 κριός
κριός: ram. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κριός
-
10 κριός
κριός, οῦ, ὁ (Hom.+) male sheep, ram MPol 14:1 (ἐπίσημος 1); B 2:4 v.l. (cp. Is 1:11).—DELG. -
11 κριός
κρῑός, κριόςram: masc nom sg -
12 κριός
ο1) баран; 2) тех водяное колесо; 3) спорт, ход, движение в борьбе; 4) ист. таран; 5) (К.) астр. Овен -
13 κριός
[криос] ουσ. а. баран,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κριός
-
14 κριός
-οῦ + ὁ N 2 119-9-24-29-12=193 Gn 15,9; 22,13(bis); 30,40; 31,10ram Gn 15,9*Jer 32(25),34 ὥσπερ οἱ κριοί like the rams-כאלי for MT כלי ?; *Ps 28(29),1 υἱοὺς κριῶν young rams- אילים בני for MT אלים בני sons of god (double translation); *Lam 1,6 ὡς κριοί like rams-ֵאיִלםכְּ for MT ִָליםיּאַכְּ like stagsCf. HARL 1986a, 194-195; HARLÉ 1988, 44; WEVERS 1993, 493 -
15 κριός
[криос] ουσ α баран. (αστρολ.) зодиак Овна. -
16 κριός
l'aries -
17 Κριός
ОвенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Κριός
-
18 κριός
jарецГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κριός
-
19 κριός
bélier -
20 ἀντί-κριος
ἀντί-κριος, ὁ, der entgegengestellte Mauerbrecher, Sp.
См. также в других словарях:
Κριός — ram masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek
κριός — ο 1. τοαρσενικό πρόβατο (και ιδίως ο επιβήτορας), το κριάρι. 2. είδος αρχαίας πολιορκητικής μηχανής. 3. μια από τις κινήσεις στην πάλη. 4. ως κύρ. όν., Κριός, ο αστερισμός στο β. ημισφαίριο, ο πρώτος του ζωδιακού κύκλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριός — κρῑός , κριός ram masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριός ή κριάρι — Αρσενικό πρόβατο. Είναι ζώο αναπαραγωγής, το οποίο επιλέγεται από τα καλύτερα της φυλής, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ευνουχίζονται και εκτρέφονται για μαλλί και κρέας. Η γεννητική ωρίμανση των κ. ξεκινάει τον 4o με 5o μήνα ή ακόμα… … Dictionary of Greek
Κρείος ή Κρίος ή Κριός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν Τιτάνας, γιος του Ουρανού και της Γης, και λατρευόταν στην Πελοπόννησο με τη μορφή κριού. Είχε σύζυγο την Ευρυβία, κόρη του Πόντου, και τρεις γιους, τον Αντραίο, τον Πάλλαντα και τον Πέρση. Μετά… … Dictionary of Greek
Κριοῖν — Κριός ram masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριοῖο — Κριός ram masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριοῖς — Κριός ram masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριοί — Κριός ram masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)