Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔδεισα

См. также в других словарях:

  • ἔδεισα — δείδω aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔδεισ' — ἔδεισα , δείδω aor ind act 1st sg ἔδεισε , δείδω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδεισίθεος — ἀδεισίθεος, ον (Α) αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο ασεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θ. δεισ (ἔδεισα, δείσομαι) τού δείδω (= φοβούμαι) + θεός] …   Dictionary of Greek

  • αδεισιβόας — ἀδεισιβόας, ο (Α) αυτός που δεν φοβάται τη βοή, άφοβος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θ. δεισ (ἔδεισα, δείσομαι) τού δείδω (= φοβούμαι) + βοή] …   Dictionary of Greek

  • δείσα — δεῑσα, η (Α) μούχλα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. *gweidh ia ή *gweidh sa με αναγωγή σε ρίζα* gweid (h) «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»