Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑστιατήριον

См. также в других словарях:

  • εστιατήριον — ἑστιατήριον, τὸ (Α) τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εργασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • ἑστιατήριον — banqueting hall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιατήρια — ἑστιατήριον banqueting hall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»