-
1 ελιγμός
-
2 ἑλιγμός
-
3 ἑλιγμός
ἑλιγμός, ὁ, das Winden, Wirbeln, die Windung; πολλούς τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ κάτω πλανώμενοι μόλις ἀφικνεῖσϑε, ὅποι ἡμεῖς πάλαι ἥκομεν, auf vielen Umwegen, Xen. Cyr. 1, 3, 4; Her. von der Windung des Labyrinths, 2, 148; Plut. Thes. 19; von der Schlange, Nic. Th. 159; von der Schnecke, Arist. H. A. 4, 2.
-
4 ελιγμος
ὅ1) поворот, изгиб, извилина(οἱ τοῦ λαβυρίνθου ἑλιγμοί Her., Plut.)
τοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι Xen. — блуждать окольными путями;ἑλιγμὸν ἔχειν Arst. — быть извилистым;σκολιοὴ ἑλιγμοί (sc. τῶν δεσμῶν) Plut. — запутанный (Гордиев) узел2) кружение, вращениеἑ. ἐν πελάγει Plut. — морской водоворот
-
5 ἑλιγμός
ἑλιγμός, ὁ, das Winden, Wirbeln, die Windung; von der Windung des Labyrinths; von der Schnecke -
6 ελιγμός
ο1) зигзагообразное движение;ελιγμοί τού όφεως — извивы змей;
2) прям., перен. лавирование, маневрирование; уловка, увёртка;κάνω ελιγμούς — лавировать, маневрировать;
η ικανότητα προς ελιγμούς — а) манёвренность; — б) перен. способность лавировать, маневрировать;
δι' επιτηδείων ελιγμών — с помощью ловких увёрток;
3) извилистость;ελιγμοί της οδού — извилистость дороги;
4) извив, изгиб, извилина; излучина, поворот;5) воен, манёвр -
7 ελιγμός
[элигмос] ουσ α извилина. -
8 ἑλιγμός
A winding, convolution, of the Labyrinth, Hdt.2.148;πολλοὺς ἑ. ἄνω καὶ κάτω πλανᾶσθαι X.Cyr.1.3.4
; of the gut,ἑ. ἔχει Arist.HA 532b7
; of the Fallopian tubes, ib. 510b19; of the brain, Erasistr. ap. Gal.5.603; of a snake, Sch.Nic.Th. 159; of dancers' feet, Orph.H.38.12: generally, rotatory motion, Plu.2.404f; ὀφθαλμῶν ἑλιγμοί rolling of eyes, Procop.Gaz.p.151 B.;ἑ. καὶ ἀναστροφαὶ ὀργάνων Max.Tyr.19.4
: pl., the plies of a knot, Plu.Alex. 18;ῥευμάτων ἑλιγμοί Id.Caes.19
;ὀρῶν Lib.Or.61.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλιγμός
-
9 ελιγμός
manœuvre -
10 ελιγμός
manewr (m) rzecz. -
11 ελιγμός
manévr -
12 ελιγμός
manoeuvreΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ελιγμός
-
13 ἀντ-ελιγμός
ἀντ-ελιγμός, ὁ, ion. = ἀνϑελιγμός, Galen.
-
14 ἀνθ-ελιγμός
ἀνθ-ελιγμός, ὁ, Gegenwindung, Sp.; in ion. F. ἀντελιγμός, Plut. plac. phil. 3, 15.
-
15 ἐξ-ελιγμός
ἐξ-ελιγμός, ὁ, Entwickelung, bes. einer Schlachtreihe, Arr. tact. 27 u. a. Sp.
-
16 ἱμαντ-ελιγμός
ἱμαντ-ελιγμός, ὁ, das Riemendrehen, ein Spiel, Poll. 9, 118; Eust. 979, 28.
-
17 ειλιγμος
-
18 εἱλιγμός
εἱλιγμός, p. u. ion. = ἕλιγμα, ἑλιγμός.
-
19 ἡμί-κυκλος
ἡμί-κυκλος, = ἡμικύκλιος, ἑλιγμός Heliod. 8, 14 u. a. Sp.; obwohl Schäfer zum Schol. Ap. Rh. a. a. O. das Wort verwirft.
-
20 ανθελιγμος
См. также в других словарях:
ἑλιγμός — winding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου … Dictionary of Greek
ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἱλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμούς — ἑλιγμός winding masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμῷ — ἑλιγμός winding masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμόν — ἑλιγμός winding masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοῦ — ἑλιγμός winding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)