-
1 ανθελιγμος
-
2 ἀνθελιγμός
ἀνθελιγμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθελιγμός
-
3 ανθελιγμός
ο контрманёвр -
4 ἀνθελιγμός
-
5 αντελιγμος
ὁ ион. = ἀνθελιγμός См. ανθελιγμος -
6 ἀντ-ελιγμός
ἀντ-ελιγμός, ὁ, ion. = ἀνϑελιγμός, Galen.
-
7 ανθελιγμοίς
-
8 ἀνθελιγμοῖς
См. также в других словарях:
ανθελιγμός — ἀνθελιγμός, ο (Α) ελιγμός προς την αντίθετη κατεύθυνση … Dictionary of Greek
ἀνθελιγμοῖς — ἀνθελιγμός counter winding masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)