-
1 εἱλιγμός
εἱλιγμός, p. u. ion. = ἕλιγμα, ἑλιγμός.
-
2 ειλιγμος
См. также в других словарях:
ειλιγμός — εἱλιγμός, ο (Α) βλ. ελιγμός … Dictionary of Greek
διειλιγμός — διειλιγμός, ο (Α) [ειλιγμός] ίλιγγος, στροβιλισμός … Dictionary of Greek
1 εἱλιγμός
εἱλιγμός, p. u. ion. = ἕλιγμα, ἑλιγμός.
2 ειλιγμος
ειλιγμός — εἱλιγμός, ο (Α) βλ. ελιγμός … Dictionary of Greek
διειλιγμός — διειλιγμός, ο (Α) [ειλιγμός] ίλιγγος, στροβιλισμός … Dictionary of Greek