-
1 ελιγμός
manewr (m) rzecz.
См. также в других словарях:
ἑλιγμός — winding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου … Dictionary of Greek
ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἱλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμούς — ἑλιγμός winding masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμῷ — ἑλιγμός winding masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμόν — ἑλιγμός winding masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοῦ — ἑλιγμός winding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)