-
1 manœuvre
ελιγμός -
2 manévr
ελιγμός -
3 manoeuvre
ελιγμός -
4 manewr
ελιγμός -
5 манёвр
-а α.1. ελιγμός, μανούβρα•стратегический манёвр στρατηγικός ελιγμός•
тактический манёвр τακτικός ελιγμός•
обходный манёвр ελιγμός υπερφαλάγγισης.
|| πλθ. -ы, -ов.γυμνάσια•большие -ы μεγάλα γυμνάσια•
военные -ы τα. στρατιωτικά γυμνάσια•
морские -ы ναυτικά γυμνάσια.
|| πλθ. -ы, -ов ελιγμοί σιδηροδρομικής κίνησης.2. τέχνασμα•опасный манёвр επικίνδυνο τέχνασμα.
3. ελιγμός πλοίου ή αεροπλάνου. -
6 manoeuvre
[mə'nu:və] 1. noun1) (a planned movement (of troops, ships, aircraft, vehicles etc): Can you perform all the manoeuvres required by the driving test?) ελιγμός,μανούβρα/(πληθ.)στρατιωτικά γυμνάσια2) (a skilful or cunning plan or action: His appointment was the result of many cunning manoeuvres.) ελιγμός2. verb(to (cause to) perform manoeuvres: She had difficulty manoeuvring her car into the narrow space.) -
7 манёвр
ο ελιγμός, η μανούβραрезкий - απότομος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манёвр
-
8 маневрирование
ο ελιγμόςη κίνησηη μανούβρα-ть ελίσσομαι, εκτελώ ελιγμούςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маневрирование
-
9 стыковка космических летательных аппаратов
(этап сближения)о ελιγμός σύνδεσης/σύζευξης(этап соединения) η σύνδεση/σύζευξη (των διαστημικών ιπτάμενων συσκευών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стыковка космических летательных аппаратов
-
10 извив
извивм ὁ ἐλιγμός, ἡ καμπή, ἡ στροφή. -
11 крюк
крюкм1. ὁ γάντζος, τό τσιγκέλι, ἡ ἀρπάγἡ2. (окольный путь) ἡ στροφή, ὁ ἐλιγμός:сделать \крюк κάνω γῦρο, κάνω κύκλο. -
12 маневр
маневрм1. воен.Ь ἐλιγμός, ἡ κίνηση / τό στρατήγημα (военная хитрость):обходный \маневр ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]·2. перен τό τέχνασμα, ἡ μανούβρα:опасный \маневр» ἡ ἐπικίνδυνη μανούβρα· удач· ый \маневр τό πετυχημένο τέχνασμα· 3.:\маневры воен. τά γυμνάσια/ ж.-д. οἱ μανούβρες. -
13 dodge
[do‹] 1. verb(to avoid (something) by a sudden and/or clever movement: She dodged the blow; He dodged round the corner out of sight; Politicians are very good at dodging difficult questions.) αποφεύγω,ξεγλιστρώ2. noun1) (an act of dodging.) ελιγμός2) (a trick: You'll never catch him - he knows every dodge there is.) κόλπο•- dodgy -
14 манёвр
[μανιόβρ] ουσ. α (στρατ.) ελιγμός -
15 манёвр
[μανιόβρ] ουσ α (στρατ) ελιγμός -
16 змейка
-и θ.1. φιδάκι.2. καθαριστική μηχανή δημητριακών.3. πτητικός ελιγμός αεροπλάνου. -
17 извив
-а α.ελιγμός, κλωθογύρα, μαίανδρος, ζιγκ-ζάγκ•-ы реки μαίανδρος ποταμού.
-
18 извилина
-ы θ.πτυχή, ανακαμπή, κλωθογύρα, ελιγμός, σκωλήωση. || έλικα•-ы мозга οι έλικες του εγκεφάλου.
-
19 контрманёвр
-а α.ελιγμός στον ελιγμό, μανούβρα στη μανούβρα, αντελιγμός. -
20 маневрирование
-я ουδ.ελιγμός, μανούβρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑλιγμός — winding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου … Dictionary of Greek
ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἱλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμούς — ἑλιγμός winding masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμῷ — ἑλιγμός winding masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλιγμόν — ἑλιγμός winding masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλιγμοῦ — ἑλιγμός winding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)