-
1 αὐτόκτιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκτιτος
-
2 βοόκτιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοόκτιτος
-
3 θεόκτιτος
Aγαῖα Epigr.Gr.223.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόκτιτος
-
4 καλλίκτιτος
καλλί-κτῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίκτιτος
-
5 νεόκτιστος
A newly founded or built, Pi. l.c., P.4.206, Hdt.5.24, Th.3.100, Cic.Att.6.2.3; newly created, LXXWi.11.18:—also [suff] νεό-κτῐτος, ον, B. 16.126, Nonn.D.18.294.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόκτιστος
-
6 πολύκτιτος
A building much, Orph.H.10.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκτιτος
-
7 πυρίκτιτος
A made in or with fire, ἐν πυρικτίτῳ στέγᾳ in an earthen pot, restored by Kock (for πυρικτίτοισι γᾶς ) in Tim.Fr.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίκτιτος
-
8 φιλόκτιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόκτιτος
-
9 ἰσόκτιτος
A made alike, Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόκτιτος
-
10 ἱερόκτιτος
ἱερό-κτῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερόκτιτος
-
11 ὀρείκτιτος
ὀρεί-κτῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρείκτιτος
-
12 ὀρίκτιτος
A v. ὀρείκτιτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρίκτιτος
-
13 ὁμόκτιτος
ὁμό-κτῐτος, ον, lit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόκτιτος
-
14 κτίζω
Grammatical information: v.Meaning: `found, lay out, build, create' (Emp.).Other forms: aor. κτίσ(σ)αι (Il.), pass. κτισθῆναι (IA.), fut. κτίσω (A.), perf. midd. ἔκτισμαι (Hdt.), act. ἔκτικα (hell.; on the reduplication Schwyzer 649).Derivatives: κτίσις f. `foundation, creation' (Pi., IA.; cf. below), κτιστύς f. `foundation' (Hdt. 9, 97; on the meaning Benveniste Noms d'agent 72), κτίσμα `foundation, colony, building' (hell.), κτισμός `foundation' (Asia Minor., Empire); - κτίστωρ `founder' (Pi., E.), κτιστήρ `id.' (Corinth, IVa), f. κτίστρια (Asia Minor, Empire), κτίστης `founder, builder' (Arist.) with κτίστιον (- εῖον) `temple of a founder' (pap. IVp), older συγκτίστης `co-founder' (Hdt. 5, 46) ; κτιστός `laid out, founded' (h. Ap. 299, pap.; Zumbach Neuerungen 26); n. κτιστόν `building' (pap.). - Further several formations, with the intransitive meaning `live, abide' and thus outside the system: ἐυ κτίμενος `where you can live well' (Hom.); περι-κτί-ονες pl. `those living around, neighbours' (Il.), ἀμφι-κτί-ονες `id.' (Pi.), also as PN (Att. inscr. Va), besides - κτύονες (Hdt., inscr. IVa) with unclear υ (cf. Hoffmann Dial. 3, 290); περι-κτί-ται pl. `id.' (λ 288), after it as simplex κτί-ται `id.' (E. Or. 1621), κτίτης = κτίστης (Delph. IIa); ἐΰ-κτι-τος = ἐυ κτίμενος (Β 592), ὀρεί-κτι-τος `living in the mountains' (Pi.); but e.g. θεό-κτι-τος `founded by the gods' (Sol.); details in Fraenkel Nom. ag. 1, 44; there (and 1, 179 f.) also on κτίστωρ. - On itself stands with diff. ablaut Rhod. κτοίνα (also πτοίνα with unexplained πτ-) name of an admin. region in Rhodos (Myc. koto(i)na) with κτοινᾶται, - έται (s. Fraenkel 1,207; 2, 126).Etymology: With περι-κτί-ται agrees but for the lengthening ā-stem Skt. pari-kṣí-t-'living round about', with ( ἐΰ)-κτιτος Av. ( ana)- šita- `uninhabited'. Besides stands the athemat. root-present Skt. kṣé-ti, pl. kṣi-y-ánti (= Myc. ki-ti-je-si [trans.]) - Av. šaēiti, šyeinti `live'. An agreeing athematic ptc. is κτί-μενος. The transitive-causative meaning `make as living, found', which is a Greek innovation, started from the aorist κτίσ(σ)αι, which arose beside an intransitive root-aorist (still preserved in κτί-μενος), like ἔ-στη-σα to ἔ-στη-ν (s. ἵστημι). To κτίσ(σ)αι arose κτίζω, and to these the other forms (Schwyzer 674 a. 716, Wackernagel Unt. 77). κτί-σις too has an exact parallel in Skt. kṣi-tí-, Av. ši-ti- `living (place)', but the deviant meaning makes it as innovation to κτίζω suspect (cf. Holt Les noms d'action en - σις 95 n. 5). With κτοίνα agrees, except for the i-stem, Arm. šēn, gen. šini `inhabited (place)'. - Cf. Bq and Pok. 626. As with κτείνω we now assume * tkei-. Cf. κτίλος.Page in Frisk: 2,34-35Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτίζω
См. также в других словарях:
ιερόκτιτος — ἱερόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει τοποθετηθεί ως βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, καλλί κτιτος] … Dictionary of Greek
ισόκτιτος — ἰσόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια κατασκευή με άλλον, κτισμένος με τον ίδιο τρόπο που έχει κτισθεί άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
καλλίκτιτος — καλλίκτιτος, ον (Α) ο οικοδομημένος καλά, ο καλοχτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ιερό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
λυρόκτιτος — λυρόκτιτος, ον (Α) λυρόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος, ορεί κτιτος] … Dictionary of Greek
πυρίκτιτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο κατασκευασμένος στη φωτιά ή με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, ορεί κτιτος] … Dictionary of Greek
εΰκτιτος — ἐΰκτιτος, ον (Α) εϋκτίμενος* («πόλις ἐΰκτιτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ά κτιτος, που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά στον τύπο a ki ti to] … Dictionary of Greek
ομόκτιτος — ὁμόκτιτος, ον (Α) (για κτίσμα) προσαρτημένος, κτισμένος μαζί, συνενωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
ορείκτιτος — ὀρείκτιτος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek
πολύκτιτος — ον, Α αυτός που κτίζει, που κατασκευάζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτιτος, ρηματ. επί θ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
φιλόκτιτος — ον, ΜΑ φιλόκτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek
αυτόκτιτος — αὐτόκτιτος, ον (AM) αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κτιτος < κτίζω] … Dictionary of Greek