-
1 κτιστός
κτιστόςwrought: masc nom sg -
2 κτιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτιστός
-
3 κτιστά
κτιστόςwrought: neut nom /voc /acc plκτιστά̱, κτιστόςwrought: fem nom /voc /acc dualκτιστά̱, κτιστόςwrought: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 κτιστόν
κτιστόςwrought: masc acc sgκτιστόςwrought: neut nom /voc /acc sg -
5 κτισταί
κτιστόςwrought: fem nom /voc pl -
6 κτιστοί
κτιστόςwrought: masc nom /voc pl -
7 κτιστούς
κτιστόςwrought: masc acc pl -
8 κτιστέ
κτιστόςwrought: masc voc sg -
9 κτιστή
κτιστόςwrought: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 κτιστήν
κτιστόςwrought: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 κτιστών
-
12 κτιστῶν
-
13 κτιστή
-
14 κτιστῇ
-
15 κτιστής
-
16 κτιστῆς
-
17 κτισταίς
-
18 κτισταῖς
-
19 κτιστοίς
-
20 κτιστοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κτιστός — wrought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστός — ή, ό (AM κτιστός, ή, όν) [κτίζω] κτισμένος, οικοδομημένος νεοελλ. κατασκευασμένος με τοιχοποιία μσν. αρχ. 1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό 2. υλικός, υπαρκτός αρχ. σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος. επίρρ... κτιστά (AM κτιστῶς)… … Dictionary of Greek
κτιστά — κτιστός wrought neut nom/voc/acc pl κτιστά̱ , κτιστός wrought fem nom/voc/acc dual κτιστά̱ , κτιστός wrought fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστόν — κτιστός wrought masc acc sg κτιστός wrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτισταῖς — κτιστός wrought fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτισταί — κτιστός wrought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοῖς — κτιστός wrought masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοῖσιν — κτιστός wrought masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοί — κτιστός wrought masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοῦ — κτιστός wrought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστούς — κτιστός wrought masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)