Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συγκτίστης

См. также в других словарях:

  • συγκτίστης — jointfounder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκτίστης — ὁ, Α [συγκτίζω] αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συγκτίσται — συγκτίστης jointfounder masc nom/voc pl συγκτίστᾱͅ , συγκτίστης jointfounder masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκτιστέων — συγκτίστης jointfounder masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»