-
1 εσσυμενως
-
2 εσσυμένως
ἐσσύμενοςhurrying: adverbialἐσσύμενοςhurrying: masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: perf part mid masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: pres part mid masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: perf part mp masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: perf part mp masc acc pl (doric) -
3 ἐσσυμένως
ἐσσύμενοςhurrying: adverbialἐσσύμενοςhurrying: masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: perf part mid masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: pres part mid masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: perf part mp masc acc pl (doric)σεύωput in quick motion: perf part mp masc acc pl (doric) -
4 ἐσσυμένως
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐσσυμένως
-
5 ἐπ-εσσυμένως
ἐπ-εσσυμένως, mit Heftigkeit, Qu. Sm. 3, 443; Tzetz.
-
6 παν-συδίῃ
παν-συδίῃ od. πασσυδίῃ, Ersteres zog Aristarch. vor, die VLL. erkl. μετὰ πάσης ὁρμῆς, E. M. auch παμπληϑεί, mit aller Macht, allem Eifer (σεύομαι, ἐσσυμένως); ϑωρῆξαι ἐκέλευε καρηκομόωντας Ἀχαιοὺς πανσυδίῃ, Il. 2, 12. 29. 66; 11, 708; u. oft bei sp. D., wie An. Rh. 1, 323. 2, 759, öfter; Callim. Del. 159; die attische Form πανσυδίᾳ Eur. Troad. 792; in Prosa seltener, Xen. Hell. 4, 4, 9 Ages. 2, 19, als v. l. für das Vorige. Der accus. πανσυδίην od. πασσυδίην, E. M. 650 E., steht Arat. 714, aber Ap. Rh. 2, 159 behält Wellauer πανσυδίῃ gegen Brunck's Conj. bei.
-
7 ματάω
ματάω ( μάτην), unthätig sein, die Zeit unbenutzt verstreichen lassen, zaudern, säumen; ἵππω δείσαντε ματήσετον, Il. 3, 233; ἀπέκοψε παρῄορον οὐδ' ἐμάτησεν, ohne zu säumen, 16, 474; οὐδὲ μάτησεν, ἀλλ' ἐσσυμένως λάβ' ἄεϑλον, 23, 510; Aesch. περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὐργον, das Geschäft zögert nicht, duldet keine Zögerung, Prom 57, vgl. Eum. 137; aber μὴ ματᾶν ὁδῷ = mit dem Wege Nichts ausrichten, ihn vergeblich machen, Spt. 37; dah. geradezu verfehlen, wie ἁμαρτάνω, mit dem gen. construirt, βουλῆς ἐμάτησε, Opp. Hal. 3, 102.
-
8 ἐσσύμενος
-
9 ἀπωθέω
1 throw off ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον (sc. Κένταυροι) fr. 166. 2. med., rejectμακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος Pae. 4.47
-
10 ἐπεί
ἐπεί conj.a temporal, c. aor. ind., after, whenτοῦ ἐράσσατο Ποσειδάν, ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ O. 1.26
Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ O. 2.79
φθέγξατ' ἐπεὶ κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
βασιλεὺς δ, ἐπεὶ πετράεσσας ἐλαύνων ἵκετ' ἐκ Πυθῶνος, ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.47
τερπνᾶς δ' ἐπεὶ λάβεν καρπὸν Ἥβας, ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν O. 6.57
δράκοντες, ἐπεὶ κτίσθη νέον, οἱ δύο μὲν κάπετον O. 8.37
ἐκτίσσατο, ἐπεὶ Ποσειδάνιον πέφνε Κτέατον O. 10.26
ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν,σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, τότ ἔειπεν P. 3.38
“τοί μ' ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, κρύβδα πέμπον” i. e. as soon as P. 4.111ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος, λέξατο P. 4.188
ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν, ἐκάλει P. 4.191
κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λεόντες περὶ δείματι φύγον, γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν P. 5.59
μόλον, καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον P. 5.84
τόν, Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ, κρύψαν P. 9.80
ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.121
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο, παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.18
ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἑπεὶ μόλεν, ὡς κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα N. 1.35
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν, ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν, ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.98
ἀνδροδάμαντα δ ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου, ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 1.b causal, =γάρ. Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι. ἐπεὶ στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.6
ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται, στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27
ἀλλά νιν οὐκ εἴασεν. ἐπεὶ εἶπε O. 7.61
ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ. ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο P. 2.36
πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος P. 3.34
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων, ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος ἔπλετο P. 9.108
ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.31
ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο. ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρονἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν. ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.46
διὰ τὸν ἁδυεπῆ Ὅμηρον. ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.22
(by entertaining the Dioskouroi they have become great athletes)ἐπεὶ εὐρυχόρου ταμίαι Σπάρτας ἀγώνων μοῖραν διέποντι N. 10.51
πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον. ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα N. 10.57
χορεύων τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ. ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Καδμοῦ στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10
μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις. ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες, ἐπεὶ θεσφάτων ἐπάκουσαν I. 8.31
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων. ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε I. 8.64
ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
ἐπεὶ αυ[ Πα. 7B. 13. πατρῶἰ ἐπεί[ Θρ. 4. 12. following impv.: “κράτει δὲ πέλασον. ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις” O. 1.79δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν. ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον. ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37
κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι O. 14.5
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους. ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.45
Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
following a wish:θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς. ἐπεί νιν αἰνέω O. 4.14
ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν. ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.93
introducing parenthesis:ἐπεὶ πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἔπακτον στυγερώτατος O. 10.88
introducing example: τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας ἔλασεν fr. 169. 6. introducing question: ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.98 ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; O. 9.29 ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον; P. 7.5c fragg. ]διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7
]ἐπεὶ πάντα[ ?fr. 334a. 11. -
11 σεύομαι
1 speed ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) O. 1.20ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
esp. part.,ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν P. 4.135
[ σευόμενοι ( γευόμενοι v. l.) I. 1.21] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.5 adv., ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. -
12 εἰσχέω
A pour in or into, Hdt.4.2, E.Cyc. 389 (s.v.l.):—[voice] Med., [tense] aor.εἰσεχεάμην Aristid. Or.39
(18).4 :—[voice] Pass. with [dialect] Ep. [tense] aor. ἐσεχύμην [pron. full] [ῠ], stream in,ἐσσυμένως ἐσέχυντο ἐς πόλιν Il.21.610
, cf. Hdt.9.70 ;ψυχὴν ἔξωθεν οἷον εἰσχυθεῖσαν Plot.5.1.2
. -
13 νοσφίζω
A , E.Alc.43 : [tense] aor. Iἐνόσφισα Pi.N.6.62
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut.νοσφίσομαι IG12(7).515.93
(Amorgos, ii B.C.) ; [dialect] Ep.νοσφίσσομαι A.R.4.1108
: [tense] aor. ἐνοσφισάμην, [dialect] Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): [tense] pf.νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4
(iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37 :—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνοσφίσθην Od.11.73
, etc.:I Hom. only [voice] Med. and [voice] Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94 ;νοσφίσατ' Od.11.425
: metaph., , 24.222.2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98.3 c. acc., forsake, abandon, ; elsewh. in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339 ; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib. 579, 21.77, 104 ;νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92
;ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96
; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT 693 (lyr.).II after Hom. ( ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer. 158 ) in [voice] Act., set apart, separate, remove,τινὰ ἐκ δόμων E.Hel. 641
(lyr.) ;βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA 1286
(lyr.) ;τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331
; τινα A.R.2.793 : metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph. 1427 ; τῷ νύ μ'.. ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.)ἐσσυμένως Q.S.13.282
; ν. τινά alone, A.Ch. 438 (lyr.), Eu. 211 ;ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292
(Paul. Sil.).2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62 ; alsoν. τινά τινος A.Ch. 620
(lyr.), E.Alc.43 ;τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp. 539
; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr. 1207 (lyr.).3 [voice] Med., put aside for oneself, appropriate, purloin,νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42
, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6,Ἑλληνικά 1.18
(Gytheum, i A.D.): in [tense] pf. [voice] Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of.., PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2 ;ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a
: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10.III [voice] Med. in act. sense, deprive, rob,σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp. 153
, cf. A.R.4.1108.2 in later poets, remove,τοὺς.. ἀπὸ Ξάνθοιο.. πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684
;νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79
.—Rare in [dialect] Att. Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσφίζω
-
14 πένομαι
I intr., toil, work,ἀμφίπολοι.., ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Od.10.348
; περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π. were busy preparing a meal, 4.624 ;ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Il.24.124
.2 after Hom., ( to have to work for one's living, hence) to be poor or needy, Sol.15, E.Hec. 1220, Th.2.40, etc.;πλουσία ἢ πενομένη πόλις Pl.R. 577e
; πλουτοῦντες ἢ π. Id.Plt. 293a;π. καὶ κάμνειν Id.Grg. 477d
.3 c. gen., to be poor in, have need of, τῶν σοφῶν (i. e. τῆς σοφίας) A.Eu. 431 ; ;πάντων Porph.Marc.27
;πενόμενον τὴν ψυχὴν τῶν ἐπιβαλλόντων αὐτῇ καλῶν Hierocl. in CA 14p.451M.
: c. acc.,χρήματα Them. Or.
(i. e. Constant.pro Them.) 22b.II trans., work at, get ready,δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Od.2.322
, cf. 3.428, etc.; ; ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα when we are a-doing this, Od.13.394 ; τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι; 24.407, cf. Il.19.200.—On the precise meaning of πένομαι, πενία, cf. Ar.Pl. 551 sqq. (Cf. πένης, πόνος, πονηρός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένομαι
-
15 προερύω
A draw on or forward, in Hom. always of ships,1 νῆα θοὴν ἅλαδε προέρυσσεν drew the swift ship forward, by hauling her from the beach to the sea, Il.1.308; ἐπὴν ἅλαδε προερύσσω (sc. νῆας) 9.358.2 move the ship forward, by rowing her towards the shore, ;τὴν δ' εἰς ὅρμον προέρυσσαν ἐρετμοῖς Il.1.435
, Od.15.497 (but προερεσς- was rightly written by Aristarch. and others).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προερύω
-
16 σεύω
Aσευέμεν A.R.2.296
; with ς doubled after the augm., as always in Hom. (exc. in ἐξεσύθη (Zenod. and most codd. for - λύθη) Il.5.293): [dialect] Ep. [tense] impf.σεύεσκε Q.S.2.353
: [tense] aor.ἔσσευα Il.5.208
; [dialect] Ep. alsoσεῦα 20.189
; [ per.] 3sg. subj.σεύῃ 11.293
:—[voice] Med., [tense] aor. subj. σεύωνται (v.l. -ονται) ib. 415: [tense] impf. or [tense] aor.ἐσσεύοντο 2.808
: [tense] aor.ἐσσεύαντο 11.549
(v.l. -οντο); [dialect] Ep.σεύατο 6.505
:—[voice] Pass., B.Scol.Oxy. 1361Fr.1.7: [tense] aor. ἐσύθην [ῠ] E.Hel. 1302 (lyr.) (ἐξ- Il.
, v. supr.), , also (lyr.); subj. [ per.] 3sg.συθῇ Hp.Mul.1.36
, 2.138; part. , Pers. 866, S.OC 119(alllyr.); in iamb., Id.OT 446: [tense] pf. (with [tense] pres. sense)ἔσσῠμαι Il.13.79
; part. ἐσσύμενος (not - μένος) 11.554, al., Adv.ἐσσῠμένως 3.85
, al.: σεσύανται· ὡρμήκασιν, Hsch.: poet.[tense] aor. 2 ἐσσύμην [ῠ], [ per.] 2sg.ἔσσυο Il.16.585
, Od.9.447; [ per.] 3sg. ἔσσῠτο, [dialect] Ep.σύτο Il.21.167
, ,Ph. 1065 (both lyr.); part. , Eu. 1007, cf. 786, 816 (all lyr.): also σεῦται, [ per.] 3sg. [tense] pres. [voice] Pass., S.Tr. 645 ( σοῦται is prob. cj.), σοῦμαι ([dialect] Dor.σῶμαι Epil.3
),σοῦνται A.Pers.25
(anap.); imper. , (anap.),σοῦσθε A.Th.31
, Ar.V. 458, etc.; inf.σοῦσθαι Plu.2.362c
: Hsch. cites imper. σύθι or σῦθι:—poet. Verb (also in [dialect] Ion. Prose, Hp. and Aret. (v. infr.)), put in quick motion, drive: esp.1 hunt, chase, ; drive away, ; σεύοντ' ([ per.] 3pl.)ἀγέλας βίᾳ B.17.10
: more freq. in [voice] Med.,ὡς δ' ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες σεύωνται Il.11.415
, cf. 549, 3.26;ὥς τ'.. ἄγριον αἶγα ἐσσεύαντο κύνες 15.272
, cf. 20.148: metaph.,σ. κακότητα ἀπὸ καρήνου h.Hom.8.12
; θάμβος με ς. Orph.L. 531.2 set on, let loose at,ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας.. σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ Il.11.293
.3 drive or hurry away to or from a place, ;ἵππους ἐκ πεδίοιο 15.681
; [τινὰ] κατ' Ἰδαίων ὀρέων 20.189
: c. inf., [ἡμιόνους] σεῦαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν.. drove, Od.6.89.4 set in swift motion, ὅλμον δ' ὣς ἔσσευε [Πείσανδρον] κυλίνδεσθαι sped him so that he rolled, Il.11.147;στρόμβον δ' ὣς ἔσσευε βαλών 14.413
; also αἷμ' ἔσσευα shed blood, 5.208; v. infr. 11.1.II [voice] Pass. and [voice] Med., to be put in quick motion, and so, run, rush, dart or shoot along, ἐπὶ τεύχεα to arms, 2.808;ἐπὶ κοῖτον Od.14.456
;νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι Il.13.79
;σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ 6.505
;σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῦμα Od.5.51
, cf. Il.14.227;κατ' ἀμαξιτόν 22.146
;παρ' ἐρινεόν 11.167
; ἀμφ' Ὀδυσῆα ib. 419;ἰθὺς Λυκίων 16.585
;διὰ σπέος Od.9.447
; so in Trag., ἐκτόπιος συθείς having gone, departed, opp. παρών, S.OC 119;ἀφ' ἑστίας A.Pers. 866
; ; ;κατὰ γᾶς σύμεναι Id.Eu. 1007
, cf. Ag. 747; ; of things, αἷμα σύτο gushed out, Il.21.167;ψυχὴ κατ'.. ὠτειλὴν ἔσσυτο 14.519
;ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδηρος A.Th. 941
;ἐσύθη ἔξω πῦον Aret.SD1.9
; so of flux,ἢν πολλὰ συθῇ Hp.Mul.1.36
; of the eruption of disease, ὅταν τὰ παρέοντα συθῇ νοσήματα ib.2.138.2 c. inf., hasten, speed, ὅτε σεύαιτο διώκειν when he hasted to pursue, Il.17.463; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι that the wood might begin (cf. Engl. start) to burn, 23.198, cf. 210; ἔσσυται κελαδῆσαι is eager to sing of, Pi.I.8(7).67.3 metaph., to be eager, have longings,θυμὸς ἔσσυται Od.10.484
; esp. in [tense] pf. part. ἐσσύμενος used as Adj, v. sub voce. ( σεϝ-: σῠ-, from I.-Eur. [kcirc ]yew-: [kcirc ]y[ucaron]-, cf. Skt. cyávati 'set in motion', part. [voice] Pass. cyutás:— σοῦμαι, etc., perh. [var] contr. fr. Σοοῦμαι ( = Σοόομαι, fr. σό (ϝ) ος, q.v.).) -
17 ἐσσύμενος
ἐσσύμενος [pron. full] [ῠ], η, ον, [dialect] Ep. and Lyr. part. [voice] Pass. of σεύω (in sense and accent [tense] pres., but redupl. as if [tense] pf.),A hurrying, eager, impetuous, Il.6.518, Pi.P.4.135 ; eager, yearning for, c. gen., πολέμου, ὁδοῖο, Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., πολεμίζειν, ἀλύξαι, Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73 ;ἐλαύνειν Pi.Fr.107.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσσύμενος
-
18 ἦτορ
Aἤτορι Simon.37.6
codd. Ath.:—heart. ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦ. ἀνὰ στόμα my heart beats up to my throat, Il.22.452; the seat of life, life,φίλον ἦ. ὀλέσσαι 5.250
, etc.; λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦ. 21.114, etc.; ἀνέψυχον φίλον ἦ. 13.84; τὰς δ' ἐσσυμένως λίπεν ἦ. Q.S.1.257 (v.l.): most freq., as the seat of feeling, passion, desire, etc., ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἧ. Il.21.389; κατεπλήγη φίλον ἦ. 3.31; ἄχεϊ βεβολημένος ἦ. 9.9; μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦ. Od.4.467;ἐν δέ οἱ ἦ. χαίρει A.R.4.169
; βοᾷ < μοι> μελέων ἔντοσθεν ἦ. A.Pers. 991 (lyr.); ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦ. Il. 19.307; ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦ. Od.19.136; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦ. Pi.O.1.4;Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦ. ἔχοντας Hes.Th. 139
;ἦ. ἄλκιμον Pi.N.8.24
(so ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦ. Il.20.169); of the reasoning powers,ἐν δέ οἱ ἦ. στήθεσσιν.. διάνδιχα μερμήριξεν Il. 1.188
, cf. 15.252;Ζηνὸς ἦ. λιταῖς ἔπεισε Pi.O.2.79
. (Cf. OHG. ādara, OE. æ[ combacute] dre 'vein', pl. 'kidneys'.) -
19 ἐπεσσυμένως
-
20 ἐσσύμενος
См. также в других словарях:
ἐσσυμένως — ἐσσύμενος hurrying adverbial ἐσσύμενος hurrying masc acc pl (doric) σεύω put in quick motion perf part mid masc acc pl (doric) σεύω put in quick motion pres part mid masc acc pl (doric) σεύω put in quick motion perf part mp masc acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσσύμενος — ἐσσύμενος, ένη, ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. τού σεύω) 1. ορμητικός, πρόθυμος 2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.). επίρρ... ἐσσυμένως ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
παρανηνέω — Α (επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νηνέω «σωρεύω»] … Dictionary of Greek
προτέρωσε — Α επίρρ. προς τα εμπρός («εὖτ ἄν... Σελήνη... ἐσσυμένως προτέρωσ ἐλάσῇ καλλίτριχας ἵππους», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. ἑτέρω σε). Το ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων… … Dictionary of Greek