Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐρίηρες

См. также в других словарях:

  • ἐρίηρες — ἐρίηρος faithful masc/fem nom/voc pl ἐρίηρος faithful masc/fem voc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίηρος — ἐρίηρος, ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α) (συν. ως επίθ. τού εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλής («ἐρίηρος έταῑρος» πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»