-
61 ἐρι-ήκοος
ἐρι-ήκοος, scharf hörend, Orph. Lith. 462.
-
62 ἐρι-ώδυνος
ἐρι-ώδυνος, sehr schmerzhaft, Hesych.
-
63 ἐρι-ώδης
-
64 ἐρί-πλευρος
ἐρί-πλευρος φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.
-
65 ἐρί-σπορος
ἐρί-σπορος, αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.
-
66 ἐρί-σφηλος
ἐρί-σφηλος, sehr erschütternd, nach E. M. bei Stesichor. = ἐρισϑενής, vom Herakles.
-
67 ἐρί-σκηπτον
ἐρί-σκηπτον, τό, anderer Name für ἐρυσίσκηπτρον.
-
68 ἐρί-τμητος
ἐρί-τμητος, gut geschnitten, ἱμάντες, Opp. Cyn. 4, 106.
-
69 ἐρί-τῑμος
-
70 ἐρί-φυλλος
ἐρί-φυλλος, groß-, vielblätterig, starkbelaubt, δρῠς, Hesych.
-
71 ἐρί-φλοιος
ἐρί-φλοιος, mit starker Rinde, δρῠς, Eust.
-
72 ἐρί-χρῡσος
ἐρί-χρῡσος, goldreich, βασιλεύς, Ep. ad. (IX, 785).
-
73 ἐρί-βρομος
ἐρί-βρομος, = ἐριβρεμέτης, λέοντες Pind. Ol. 10, 21, νεφέλη P. 6, 11, χϑών 6, 3; bes. Beiname des Bacchus bei sp. D.
-
74 ἐρί-βρῡχος
ἐρί-βρῡχος, laut brüllend, βοῦς H. h. Merc. 116; κέλαδος, von der Trompete, Antip. Sid. 11 (VI, 159); λέων Qu. Sm. 3, 171; λέαιναι Opp. Cyn. 3, 129.
-
75 ἐρί-βωλος
ἐρί-βωλος, dasselbe, Il. oft, Od. 5, 34, sp. D.
-
76 ἐρί-κτυπος
ἐρί-κτυπος, sehr tosend, Poseidon, Hes. Th. 441 u. öfter.
-
77 ἐρί-ζωος
ἐρί-ζωος, lange lebend, Sp.
-
78 ἐρί-γδουπος
ἐρί-γδουπος, laut tosend, donnernd, bei Hom. gew. ἐρ. πόσις Ἥρης, vom Donnerer Zeus; aber Il. 11, 152 ἐρίγδουποι πόδες ἵππων; sp. D., ποταμοί Qu. Sm. 3, 221. Vgl. ἐρίδουπος.
-
79 ἐρί-γηρυς
ἐρί-γηρυς, υ, stark tönend, Hesych., l. d.
-
80 ἐρί-κλυτος
ἐρί-κλυτος, sehr berühmt, Orph. Arg. 1028.
См. также в других словарях:
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
έρι — (II) ἔρι, τὸ (Α) [έμον] άκλιτος τ. τής λ. έριον* … Dictionary of Greek
Ἔρι — Ἔρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι — ἔρις strife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρι, Ρέτζιναλντ — (Sir Reginald Airey, ; – Αγγλία 1820). Άγγλος στρατηγός, διοικητής των Ιονίων Νήσων (1810 13). Η διοίκησή του χαρακτηρίστηκε συνετή. Αναδιάρθρωσε τα δικαστήρια, προστάτευσε τον κλήρο και έκανε αρκετά εξωραϊστικά έργα στην Κεφαλονιά και στη… … Dictionary of Greek
Έρι, Τζορτζ Μπίντελ — (Sir George Bindel Airy, Άλνουικ, Νορθάμπερλαντ 1801 – Λονδίνο 1892). Άγγλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, όπου εξελέγη αρχικά καθηγητής των μαθηματικών (1826) και αργότερα καθηγητής της αστρονομίας (1828).… … Dictionary of Greek
πατισ(σ)ερί — η άκλ. ζαχαροπλαστείο, κατάστημα που πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patisserie] … Dictionary of Greek
ἐρίγουν — ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγων — ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίπτουν — ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)