-
1 ἐρί-ζωος
ἐρί-ζωος, lange lebend, Sp.
-
2 ἐρίζωος
ἐρί-ζωος, ον,A = πάνυ ζῶν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίζωος
-
3 ἐρίζωος
См. также в других словарях:
φρασίζωον — Α (κατά τον Ησύχ.) «διασκεπτόμενος εἰς ζωήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φρασι τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φράσις) + ζωος (< ζωή), πρβλ. ἐρί ζωος] … Dictionary of Greek
ερίζωος — ἐρίζωος, ον (Α) μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ζώος (< ζω)] … Dictionary of Greek