-
21 ἐρι-σφάραγος
ἐρι-σφάραγος, laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).
-
22 ἐρι-σμάραγος
ἐρι-σμάραγος, sehr tosend, donnernd, Zeus, Hes. Th. 815 u. sp. D., wie Nonn. D. 36, 304; ϑάλασσα Mus. 318; ἀστραπή Luc. Tim. 1.
-
23 ἐρι-σθενέτης
ἐρι-σθενέτης, ὁ, = Folgdm, Paul. Sil. ecphr. 119.
-
24 ἐρι-σθενής
ἐρι-σθενής, ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.
-
25 ἐρι-σάλπιγξ
ἐρι-σάλπιγξ, ιγγος, sehr trompetend, ὁ, ein Vogel, Schol. Ar. Av. 884.
-
26 ἐρι-ταρβής
ἐρι-ταρβής, ές, sehr furchtsam, Hesych.
-
27 ἐρι-φεγγής
ἐρι-φεγγής, ές, stark leuchtend, Maneth. 6, 22.ὁ, ον, von einer jungen Ziege, κρέας Xen. An. 4, 5, 31; Phereer. Ath. VI, 269 d.
-
28 ἐρι-φλεγής
ἐρι-φλεγής, ές, sehr brennend, Nonn. D. 26, 33 u. a. sp. D.
-
29 ἐρι-όδους
-
30 ἐρι-βρύχης
ἐρι-βρύχης, ὁ, = Folgdm, ταῦρος Hes. Th. 832; πόντος, λέων, Opp. H. 1, 476. 709.
-
31 ἐρι-βρεμέτης
ἐρι-βρεμέτης, ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.
-
32 ἐρι-βρεμής
ἐρι-βρεμής, ές, dasselbe, Ep. ad. (VI, 344).
-
33 ἐρι-βρῑθής
ἐρι-βρῑθής, ές, sehr schwer, gewichtig, μολίβου χύσις Opp. H. 5, 636.
-
34 ἐρι-αυγής
ἐρι-αυγής, ές, sehr glänzend, Orph. frg. 7, 11.
-
35 ἐρι-αχθής
ἐρι-αχθής, ές, sehr belastet, Sp.
-
36 ἐρι-βόας
ἐρι-βόας, ὁ, sehr schreiend, Bacchus, Pind. frg. bei D. Hal. de C. V.. p. 304; Ἑρμᾶς ϑεῶν ἐρ. κάρυξ, Simmia. ovum (XV, 27).
-
37 ἐρι-αύχην
-
38 ἐρι-μύκης
-
39 ἐρι-κτέανος
ἐρι-κτέανος, sehr begütert, Opp. C. 1, 312; Nonn.
-
40 ἐρι-κύμων
ἐρι-κύμων, ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.
См. также в других словарях:
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
έρι — (II) ἔρι, τὸ (Α) [έμον] άκλιτος τ. τής λ. έριον* … Dictionary of Greek
Ἔρι — Ἔρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι — ἔρις strife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρι, Ρέτζιναλντ — (Sir Reginald Airey, ; – Αγγλία 1820). Άγγλος στρατηγός, διοικητής των Ιονίων Νήσων (1810 13). Η διοίκησή του χαρακτηρίστηκε συνετή. Αναδιάρθρωσε τα δικαστήρια, προστάτευσε τον κλήρο και έκανε αρκετά εξωραϊστικά έργα στην Κεφαλονιά και στη… … Dictionary of Greek
Έρι, Τζορτζ Μπίντελ — (Sir George Bindel Airy, Άλνουικ, Νορθάμπερλαντ 1801 – Λονδίνο 1892). Άγγλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, όπου εξελέγη αρχικά καθηγητής των μαθηματικών (1826) και αργότερα καθηγητής της αστρονομίας (1828).… … Dictionary of Greek
πατισ(σ)ερί — η άκλ. ζαχαροπλαστείο, κατάστημα που πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patisserie] … Dictionary of Greek
ἐρίγουν — ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγων — ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίπτουν — ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)