-
121 ἐριγάστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριγάστωρ
-
122 ἐρίγδουπος
ἐρί-γδουπος, ον,A = ἐρίδουπος (q.v.), loud-sounding, thundering, in Hom. epith. of Zeus,Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο Il.5.672
;ἐ. πόσις Ἥρης Od.15.112
; exc. in Il.11.152 ἐ. πόδες ἵππων ; so after Hom.,Ναΐδων ἐ. στοναχαί Pi.Dith.Oxy.2.12
;καλαῦροψ APl.4.74
;βοείη Nonn.D.18.105
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίγδουπος
-
123 ἐριγδουπὲω
A rattle loud, coined by Sch. Il.6.507.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριγδουπὲω
-
124 ἐριγηθής
ἐρι-γηθής, ές,A very joyful, Orph.L.Prooem. 24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριγηθής
-
125 ἐρίγηρυς
A loud-speaking, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίγηρυς
-
126 ἐρίγληνος
ἐρί-γληνος, ον,A with large eye-balls, full-eyed, Opp.C.1.310.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίγληνος
-
127 ἐρίδηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίδηλος
-
128 ἐρίδματος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίδματος
См. также в других словарях:
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
έρι — (II) ἔρι, τὸ (Α) [έμον] άκλιτος τ. τής λ. έριον* … Dictionary of Greek
Ἔρι — Ἔρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι — ἔρις strife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρι, Ρέτζιναλντ — (Sir Reginald Airey, ; – Αγγλία 1820). Άγγλος στρατηγός, διοικητής των Ιονίων Νήσων (1810 13). Η διοίκησή του χαρακτηρίστηκε συνετή. Αναδιάρθρωσε τα δικαστήρια, προστάτευσε τον κλήρο και έκανε αρκετά εξωραϊστικά έργα στην Κεφαλονιά και στη… … Dictionary of Greek
Έρι, Τζορτζ Μπίντελ — (Sir George Bindel Airy, Άλνουικ, Νορθάμπερλαντ 1801 – Λονδίνο 1892). Άγγλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, όπου εξελέγη αρχικά καθηγητής των μαθηματικών (1826) και αργότερα καθηγητής της αστρονομίας (1828).… … Dictionary of Greek
πατισ(σ)ερί — η άκλ. ζαχαροπλαστείο, κατάστημα που πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patisserie] … Dictionary of Greek
ἐρίγουν — ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγων — ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίπτουν — ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)