-
41 ἐρι-γδουπέω
ἐρι-γδουπέω, laut tosen, Schol. Ven. Il. 6, 507.
-
42 ἐρι-γηθής
-
43 ἐρι-κλάγκτης
ἐρι-κλάγκτης, γόος, laut tönend, Pind. P. 12, 21.
-
44 ἐρι-γάστωρ
ἐρι-γάστωρ, ορος, dickbäuchig, Nic. Al. 344.
-
45 ἐρι-κῡδής
ἐρι-κῡδής, ές, sehr ruhmvoll, glorreich, bes. von den Göttern u. dem, was ihnen gehört, Λητώ, Γαῖα, Il. 14, 327 Od. 11, 576, ϑεῶν τέκνα, 11, 631, ϑεῶν δῶρα, Il. 3, 65. 20, 265, ϑεῶν οἶκοι, Theocr. 17, 108, ἥβη, Il. 11, 225; Hes. Th. 988, δαίς, ein glänzender Schmaus, bes. von Opferschmäusen, Il. 24, 802 Od. 3, 66. 10, 182 u. öfter; ἄστυ, orac. bei Her. 7, 220, sp. D.
-
46 ἐρι-δῑνής
-
47 ἐρι-ουργός
ἐρι-ουργός, in Wolle arbeitend, Wollarbeiter, D. Cass. 79, 7 u. a. Sp.
-
48 ἐρι-ουργικός
ἐρι-ουργικός, ή, όν, die Wollarbeit betreffend, Sp.
-
49 ἐρι-ουργεῖον
ἐρι-ουργεῖον, τό, Werkstatt für Wollarbeiter, Poll. 7, 28.
-
50 ἐρι-ουργέω
ἐρι-ουργέω, Wolle bearbeiten, in Wolle arbeiten, Xen. Hell. 5, 4, 7 u. Sp., z. B. D. Cass. 34, 1. 74, 14.
-
51 ἐρι-ουργία
ἐρι-ουργία, ἡ, Wollarbeit, VLL.
-
52 ἐρι-ηχής
ἐρι-ηχής, ές, laut tönend, Greg. ep. (VIII, 5); Opp. Hal. 3, 213.
-
53 ἐρι-ούνιος
ἐρι-ούνιος, ὁ ( ὀνίνημι), heißt Hermes, der sehr Nützende, Gewinnbringende, Il. 20, 72. 24, 679; h. Herc. 3 u. sp. D., wie Orph. h. 27, 8; Ar. Ran. 1144 setzt Ἑρμῆς ἐριούνιος dem δόλιος entgegen. Vgl. ἀκάκητα. Dah. Ἀριούνιος allein für Hermes steht, Il. 24, 360. 440. Nur Orph. Lith. pr. 69 σοφίη u. 2, 9 νόος, d. i. mild.
-
54 ἐρι-ούνης
ἐρι-ούνης, ὁ, = Folgdm, Il. 20, 34 Od. 8, 322.
-
55 ἐρι-λαμπέτις
ἐρι-λαμπέτις αἴγλη, = Folgdm, Maxim. 102.
-
56 ἐρι-λαμπής
ἐρι-λαμπής, ές, sehr leuchtend, Orph. frg. 29.
-
57 ἐρι-θαλλής
ἐρι-θαλλής, ές, = Folgdm, Hesych.
-
58 ἐρι-θηλής
-
59 ἐρι-μήκετος
ἐρι-μήκετος, = περιμήκετος, VLL.
-
60 ἐρι-βῶλαξ
См. также в других словарях:
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
έρι — (II) ἔρι, τὸ (Α) [έμον] άκλιτος τ. τής λ. έριον* … Dictionary of Greek
Ἔρι — Ἔρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι — ἔρις strife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρι, Ρέτζιναλντ — (Sir Reginald Airey, ; – Αγγλία 1820). Άγγλος στρατηγός, διοικητής των Ιονίων Νήσων (1810 13). Η διοίκησή του χαρακτηρίστηκε συνετή. Αναδιάρθρωσε τα δικαστήρια, προστάτευσε τον κλήρο και έκανε αρκετά εξωραϊστικά έργα στην Κεφαλονιά και στη… … Dictionary of Greek
Έρι, Τζορτζ Μπίντελ — (Sir George Bindel Airy, Άλνουικ, Νορθάμπερλαντ 1801 – Λονδίνο 1892). Άγγλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, όπου εξελέγη αρχικά καθηγητής των μαθηματικών (1826) και αργότερα καθηγητής της αστρονομίας (1828).… … Dictionary of Greek
πατισ(σ)ερί — η άκλ. ζαχαροπλαστείο, κατάστημα που πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patisserie] … Dictionary of Greek
ἐρίγουν — ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγων — ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίπτουν — ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)