-
1 χρυσός
1χρᾰς- N. 7.78
) goldὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτί O. 1.1
ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει O. 2.72
κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42
πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανείς P. 3.55
πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17
ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.82
Μοῖσι τοι κολλᾷ χρᾰσόν (i. e. τὸν ὕμνον) N. 7.78 χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. κτήσασθαι) N. 8.37τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.20
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 6.40
ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) I. 7.5βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ Pae. 14.38
διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16. Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. and so, a golden object, παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (cf. χρυσάμπυκα χαλινόν v. 65.) O. 13.78 -
2 χρυσός
χρῡσός, ὁ,A gold,τιμῆς Il.18.475
, etc.; coupled with other precious things, e.g. χαλκός, σίδηρος, 6.48; ἐσθής, Od.5.38; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας (of a victim) Il.10.294 = Od.3.384, cf. 437; ;χ. δαμασίφρων Pi.O. 13.78
; κοῖλος ἄργυρος καὶ χ. silver and gold plate, Theopomp.Hist. 283a, cf. Luc.Nav.20; λευκὸς χ. white gold, i.e. gold alloyed with silver, opp. χ. ἄπεφθος refined gold, Hdt.1.50;χ. ἑψόμενος Pi.N.4.82
;χρυσὸν καθαίρειν Pl.Plt. 303d
;βασανίζειν ἐν πυρί Id.R. 413e
.2 gold, to express anything made of gold, e. g. golden armour or raiment, χρυσὸν.. ἔδυνε περὶ χροΐ, of Zeus, Il.8.43; of Poseidon, 13.25;τὸ ἐμὸν σῶμα μήτε ἐν χ. θῆτε.. X.Cyr.8.7.25
; ἀραρότως σύνδεσμα χρυσὸς (a gold crown) ;ἐν χρυσῷ πίνειν Luc.Merc. Cond.26
.3 freq. used by Poets to denote anything dear or precious,ταῦτα μὲν.. κρείσσονα χρυσοῦ.. φωνεῖς A.Ch. 372
(anap.);ὁ χ. ἧσσον κτῆμα τοῦ κλάειν ἂν ἦν S.Fr. 557
;ὡς χρυσὸς αὐτῷ τἀμὰ.. κακὰ δόξει ποτ' εἶναι E.Tr. 432
, cf. D.H.Rh.9.4; cf. Pi.O.1.1, 3.42, Plu.Sert. 5: metaph. also, χρυσὸς ἐπῶν golden words, Ar.Pl. 268;χρυσῷ πάττειν τινά Id.Nu. 912
(anap.);ὗσαι χρυσόν τινι Pi.O.7.50
. [pron. full] [ῡ] in χρυσός and all derivs., though Lyric Poets sts. made υ short in the Adj. χρύσεος (q.v.); once we have χρῠσός, Pi.N.7.78.] (Borrowed from Semitic, cf. Hebr. chārūts, Assyr. h<*>urāšu 'gold', Aram. hara 'yellow'.) -
3 χρῡσός
χρῡσός, ὁ, Gold; oft bei Hom. und Folgdn; neben χαλκός u. πολύκμητος σίδηρος unter den κειμήλια genannt, Il. 6, 48; δύω χρυσοῖο τάλαντα 18, 507, u. öfter in solchen Vrbdgn; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας 10, 294; χρυσὸν τιμῆντα 18, 475; αὐτόρυτος, δαμασίφρων, Pind. P. 12, 17 Ol. 13, 75; μεγασϑενής I. 4, 3; Tragg.; χρυσῷ πάττειν τινά Ar. Nubb. 902; in Prosa; – auch übertr., ἐπῶν Ar. Plut. 268; – χρυσὸς κοῖλος, zu Gefäßen verarbeitetes Gold, ἄπεφϑος, reines, geläutertes Gold, Her. 1, 50, im Ggstz von λευκὸς χρυσός, weißes, mit Silber gemischtes Gold. – [Die Lyriker brauchen zuweilen υ kurz, Pind. nur einmal, N. 2, 115, öfter im adj. χρύσεος, w. m. s.]
-
4 χρῡσός
χρῡσός, ὁ, Gold; χρυσὸς κοῖλος, zu Gefäßen verarbeitetes Gold; ἄπεφϑος, reines, geläutertes Gold; im Ggstz von λευκὸς χρυσός, weißes, mit Silber gemischtes Gold -
5 χρυσος
ὅ (один раз у Pind. ῠ) тж. перен. золотоχ. ἄπεφθος Her. — очищенное золото;
χ. λευκός Her. — белое золото, т.е. сплав золота и серебра;χ. κοῖλος Luc. — золотая посуда;ἐν χρυσῷ πίνειν Luc. — пить из золотых чаш;χρυσὸν περιχεύειν τινί Hom. — покрывать что-л. слоем золота;χρυσὸν ἔδυνε περὴ χροΐ Hom. — он надел золотые доспехи;χ. ἐπῶν Arph. — золотые слова, т.е. радостные вести;ὥστε χρυσὸν ἀποδεῖξαι Ῥωμαίοις τὰ τοῦ πολέμου κακά Plut. — (действия Цинны и Мария были таковы), что (даже) бедствия войны показались римлянам сладкими -
6 Χρυσός
Χρυσόςgold: masc nom sg -
7 χρῦσός
χρῦσός: gold; collectively for utensils of gold, Od. 15.207.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρῦσός
-
8 χρυσός
χρυσός, οῦ, ὁ (Hom.+; ‘gold’, both as a raw material and as a finished product)① gold as raw material, gold. As an esp. precious material AcPl Ha 2, 24; w. frankincense and myrrh Mt 2:11; GJs 21:3. W. silver PtK 2 p. 14, 14 (TestJob 25:6; Ath. 15, 1), and precious stones 1 Cor 3:12; Rv 18:12; AcPl Ha 1, 11 (JosAs 2:7). Refined in the furnace (w. silver) MPol 15:2. Of wreaths ὅμοιοι χρυσῷ with appearance of gold Rv 9:7.ⓐ gold ornaments 1 Ti 2:9 v.l.; Rv 17:4 v.l.; 18:16 v.l. (s. χρυσίον).ⓑ gold thing, of a cult image Ac 17:29; 2 Cl 1:6.ⓒ coined gold, money (Demosth. 9, 42), w. ἄργυρος (q.v.) Mt 10:9. This may also be the mng. in Js 5:3 and Mt 23:16f, though vessels of gold may be meant.—Pauly-W. VII 1555–78; Kl. Pauly II 841f; BHHW I 852f; RAC XI 895–930.—B. 610. DELG. M-M. EDNT. TW. -
9 χρυσός
ὁ χρυσός / το χρυσίον золото (ср. хризэлефантинная техника - использование в скульптуре золота и слоновой кости; хризантема ← χρυσός + ἄνθος; Хрисанф > Кирсан) -
10 χρυσός
χρῡσός, χρυσόςgold: masc nom sg -
11 χρυσός
{сущ., 13}Ссылки: Мф. 2:11; 10:9; 23:16, 17; Деян. 17:29; 1Кор. 3:12; 1Тим. 2:9; Иак. 5:3; Откр. 9:7; 17:4; 18:12, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χρυσός
-
12 χρυσός
{сущ., 13}Ссылки: Мф. 2:11; 10:9; 23:16, 17; Деян. 17:29; 1Кор. 3:12; 1Тим. 2:9; Иак. 5:3; Откр. 9:7; 17:4; 18:12, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χρυσός
-
13 χρυσός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. золотой;χρυσά χέρια — золотые руки;
χρυσά μαλλιά — золотые кудри;
χρυσή καρδιά — золотое сердце;
χρυσά λόγια — золотые слова;
χρυσή δουλειά — золотая жила, золотое дно (о выгодной работе);
χρυσή τύχη — счастливая судьба;
χρυσέ μού — голубчик!, золотой мой!;
2. (ο)1) прям., перен. золото; 2) золотые монеты, золото (деньги);§ τον έκανα χρυσό — я его умолял
-
14 χρυσός
золото.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρυσός
-
15 χρυσὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρυσὸς
-
16 χρυσός
-
17 χρυσός
[хрисос] εκ. золотой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρυσός
-
18 χρυσός
[хрисос] ουσ. а. золото.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρυσός
-
19 χρυσός
-οῦ + ὁ N 2 0-2-1-7-6=16 JgsA 8,26; 1 Kgs 10,2; Is 60,9; Jb 3,15; 41,22Semit. loanword (Hebr. חרוץ); goldCf. BICKERMAN 1980, 12-13; LEE, J. 1983, 63-65; TOV 1979, 221; →CHANTRAINE; FRISK; LSJ RSuppl; NIDNTT -
20 χρυσός
[хрисос] επ золотой.
См. также в других словарях:
Χρυσός — gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσός — χρῡσός , χρυσός gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα. — (κ’ἀίδου πύλας). См. Золото не говорит, да много творит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρυσός κανόνας — (αγγλικά gold standard, που χρησιμοποιείται ως διεθνής όρος). Νομισματικό σύστημα που στηρίζεται στον χρυσό. Το χρυσό νομισματικό σύστημα δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία: από το 1816 το χρυσάφι, που έως τότε, αν και ήταν το κύριο νόμισμα,… … Dictionary of Greek
Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα κ’ἀίδου πύλας. — См. Золотой молоток и железные двери отпирает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ευελπίδης, Χρυσός — (Κωνσταντινούπολη 1895 – Αθήνα 1971). Γεωπόνος, πολιτικός και λόγιος. Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γεωπόνος μηχανικός στη σχολή Γκρινιόν της Γαλλίας. Αρχικά, εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και ειδικότερα… … Dictionary of Greek
Χρυσοῖν — Χρυσός gold masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοῖο — Χρυσός gold masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)