Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀμφιμέλας

См. также в других словарях:

  • αμφιμέλας — ἀμφιμέλας, αινα, αν (Α) (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ. τού φρένες) σκοτεινός από κάθε πλευρά, μαύρος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μέλας] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιμέλαν — ἀμφιμέλας black all round masc voc sg ἀμφιμέλας black all round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμέλαινα — ἀμφιμέλας black all round fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμέλαιναι — ἀμφιμέλας black all round fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμέλαιναν — ἀμφιμέλας black all round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμελαίνας — ἀμφιμελαίνᾱς , ἀμφιμέλας black all round fem acc pl ἀμφιμελαίνᾱς , ἀμφιμέλας black all round fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»