Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολύπου

См. также в других словарях:

  • πολύπου — πολύπος masc gen sg πολύπους 1 many footed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσομιλώ — έω ΜΑ [ὁμιλῶ] μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω μσν. εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.) 2. συνομιλώ με κάποιον,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»