Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πετροφυής

См. также в других словарях:

  • πετροφυής — clinging to rock masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροφυής — ές, ΝΜΑ (για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροφυής το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνο φυής] …   Dictionary of Greek

  • πετροφυές — πετροφυής clinging to rock masc/fem voc sg πετροφυής clinging to rock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»