Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐραστήν

См. также в других словарях:

  • ἐραστήν — ἐραστής lover masc acc sg (attic epic ionic) ἐραστός beloved fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εραστής — ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι] 1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή 2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος») 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] …   Dictionary of Greek

  • υποκόλπιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»