Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπ-ίστιος

См. также в других словарях:

  • μεσίστιος — α, ο (για σημαίες ή σήματα) 1. αυτός που είναι υψωμένος ώς τη μέση τού ιστού σε ένδειξη πένθους («μεσίστια σημαία»·) 2. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ιστών («μεσίστιο σύσπαστο»). επίρρ... μεσιστίως και ια με μεσίστιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)… …   Dictionary of Greek

  • τριίστιος — α, ο, Ν 1. ναυτ. (για πλοίο) αυτός που έχει τρεις ιστούς, τρικάταρτος 2. το ουδ. ως ουσ. το τριίστιο ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο με τρεις κύριους ιστούς, αλλ. τρικάταρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ίστιος (< ιστίο), πρβλ. δι ίστιος. Το επίθ., στον λόγιο… …   Dictionary of Greek

  • Лифистиусы — Научная классификация промежуточные ранги …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»