Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίστιος

См. также в других словарях:

  • επίστιος — ἐπίστιος, ον (Α) 1. εφέστιος* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος το ανίσωμα*. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίστιος — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem nom sg (ionic) ἐπίστιος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίστιον — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem acc sg (ionic) ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc sg ἐπίστιος masc/fem acc sg ἐπίστιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίσωμα — ἀνίσωμα, το και ἀνίσων, η (Α) το κρασί που πρόσφεραν κατά την υποδοχή κάποιου ξένου, η επίστιος* …   Dictionary of Greek

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίστια — ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc pl ἐπίστιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»