-
1 ἄνεμος
ᾰνεμος (-ος, -ον; -ων, -οις, -ους)1 windἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.105
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει P. 4.195
βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“ ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ' ἀνέμοισιν codd.) N. 3.45θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.59
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον N. 7.17
παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ Pae. 8.64
ὠκείας τ ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. -
2 ἄνεμος
A wind,πέτετο πνοιῇ ἀνέμοιο Il.12.207
;ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13.795
;ὦρσεν.. ἀνέμοιο θύελλαν 12.253
;ἀνέμοιο.. δεινὸς ἀήτης 15.626
, cf. 14.254;ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.407
, etc.;ἀνέμων πνεύματα Hdt.7.16
.ά, E.HF 102;ῥιπαί S.Ant.137.930
(both lyr.); ; ; ;ἀνέμων φθόγγος Simon.37.10
; ἀνέμου κατιόντος μεγάλου a gale having come on, Th.2.25; ἀνέμου ἐξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Eup.320; ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς the wind being set in the north, Th.6.104; ἀνέμοις φέρεσθαι παραδιδόναι τι cast a thing to the winds, E.Tr. 419, cf. A.R.1.1334; κατ' ἄνεμον στῆναι stand to leeward, Arist.HA 541a26, cf. Plu.2.972a; κατ' ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι ib.979c: metaph., ἄνεμος.. ἄνθρωπος 'unstable as the wind', Eup.376; φέρειν τιν' ἄρας (sic l.) ἄ. a very wind to carry off, Antiph.195.5 ([place name] Lobeck); ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις try to catch the wind, and ἀνέμῳ διαλέγεσθαι talk to the wind, Zen.1.38; ἀνέμους γεωργεῖν 'plough the sands', ib. 100.2 cardinal point, quarter,ἐκ τῶν τεσσάρων ἀ. LXXZa.2.6
, Annales du Service19.40 (Theadelphia, 93 B.C.), Ev.Matt.24.31, al., Vett.Val. 140.6, PFlor.50.104: sg., ib.20.19 (ii A.D.); aspect,POxy.
100.10 (ii A.D.). -
3 ἄνεμος
ἄνεμος (ἄημι), ὁ, das Wehen, Lufthauch, Wind, von Hom. an überall; ἀργαλέων ἀνέμων ἀέλλῃ Iliad. 13, 795; πάσας ἀέλλας παντοίων ἀνέμων Od. 5, 293; ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη Iliad. 15, 626; ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν Od. 11, 400; λιγέων ἀνέμων ἀυτμένα Od. 3, 289; ἀνέμοιο ϑύελλαν Iliad. 12, 253; ἀνέμου πνοιή Od. 6, 20; πνοιῇς ἀνέμοιο Iliad. 12, 207; πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων 17, 56; τὸν δ' οὔ ποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων 2, 397. Uebertr., ἐχϑίστων ἀνέμων ῥιπαί Soph. Ant. 137, vom Grimme des Wuth schnaubenden Kriegers; δοῦναί τι ἀνέμοις, etwas in den Wind schlagen, Ap. Rh. 1, 1334. – Eupol. B. A. 13 ἄνεμος καὶ ὄλεϑρος ἄνϑρωπος, ein windiger Mensch.
-
4 άνεμος
-
5 ἄνεμος
-
6 ἄνεμος
Grammatical information: m.Meaning: `wind' (Il.).Derivatives: ἠνεμόεις `windy, windreich' (metr. length.); ἀνεμώλιος `idle, useless (Il.), after ἀποφώλιος (Bechtel Lex., Chantr. Form. 43; Risch 113 reminds of ἀπατήλιος); s. on μεταμώνιος. ἀνεμώτας ὄνος ἄφετος, ἱερός, τοῖς ἀνέμοις θυόμενος ἐν Ταραντίνοις H.; ἀνεμῶτις epithet of Athena (who calms the wind; Paus.). - ἀνεμώνη s. v.Etymology: Gr. ἄνεμος agrees with Lat. animus (\< * anamo, cf. Osc. anamúm-); Skt. ánila- m. `wind, air' has - lo-. Further Arm. hoɫm `wind' (with dissim. of n-m) with o-vocalism. In Celtic with tlo-suffix, W. anadl `breath'. - The root * h₂enh₁- in Skt. áni-ti `breathe', Goth. us-anan `expire'. - See ἄσθμα, ἄνται.Page in Frisk: 1,105Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄνεμος
-
7 ανεμος
ἀνέμων ἀέλλη Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. — вихрь, буря;
κατ΄ ἄνεμον καὴ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. — плыть по ветру и по течению;οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. — душевные бури -
8 ἄνεμος
ἄνεμος: wind; often in gen. w. synonymous words, ἀνέμοιο θύελλα, ἀήτης, ἀυτμή, πνοιαί, and ἲς ἀνέμοιο, Il. 15.383; Βορέῃ ἀνέμῳ, Od. 14.253. The other winds named by Homer are Eurus, Notus, and Zephyrus.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄνεμος
-
9 ἄνεμος
ἄνεμος, das Wehen, Lufthauch, Wind; vom Grimme des Wut schnaubenden Kriegers; ein windiger Mensch -
10 ἄνεμος
ἄνεμος, ου, ὁ (Hom.+)① a blowing atmospheric phenomenon, wind Rv 7:1; playing among the reeds Mt 11:7; Lk 7:24; scattering chaff B 11:7 (Ps 1:4); desired by the sailor IPol 2:3, or not ἐναντίος ἄ. a contrary wind Mt 14:24; Mk 6:48. ὁ ἄ. ἰσχυρό the storm Mt 14:30; cp. 32; Mk 4:39, 41; 6:51. ἄ. μέγας a strong wind J 6:18; Rv 6:13. ἄ. τυφωνικός a violent, hurricane-like wind Ac 27:14, cp. 15. For this, λαῖλαψ ἀνέμου a storm-wind Mk 4:37; Lk 8:23, cp. Mk 4:41; Lk 8:24 (on the stilling of the storm POxy 1383, 1 [III A.D.] κελεύειν ἀνέμοις.—WFiedler, Antik. Wetterzauber ’31, esp. 17–23).—Pl. without the art. (Jos., Bell. 4, 286) Js 3:4. οἱ ἄ. (Jos., Bell. 4, 299; also thought of as personified, cp. IDefixWünsch 4, 6 τὸν θεὸν τῶν ἀνέμων καὶ πνευμάτων Λαιλαμ) Mt 7:25, 27; 8:26f (the par. Mk 4:39 has the sg.); Lk 8:25; Jd 12. ἄ. ἐναντίοι contrary winds Ac 27:4. οἱ τέσσαρες ἄ. τῆς γῆς Rv 7:1 (cp. Zech 6:5; Jer 25:16; Da 7:2; En 18:2 τοὺς τέσσαρας ἀ. τὴν γῆν βαστάζοντας; on the angels of the winds cp. PGM 15, 14; 16, and on control of the winds Diod S 20, 101, 3 Aeolus as κύριος τῶν ἀνέμων; Ps.-Apollod., Epit. 7, 10 Zeus has appointed Aeolus as ἐπιμελητὴς τῶν ἀνέμων, καὶ παύειν καὶ προί̈εσθαι; Ael. Aristid. 45, 29 K.; IAndrosIsis, Kyme 39; POxy 1383, 9 ἀπέκλειε τὰ πνεύματα).② οἱ τέσσαρες ἄνεμοι can also be the four directions, or cardinal points (Sb 6152, 20 [93 B.C.]; CPR 115, 6; PFlor 50, 104 ἐκ τῶν τεσς. ἀ.; Ezk 37:9 v.l.; Zech 2:10; 1 Ch 9:24; Jos., Bell. 6, 301, Ant. 8, 80; PGM 3, 496; 4, 1606f) Mt 24:31; Mk 13:27; D 10:5. ἀνέμων σταθμοί stations or quarters of the wind 1 Cl 20:10 (Job 28:25; s. Lghtf. and Knopf ad loc.).③ a tendency or trend that causes one to move from a view or belief, wind fig. ext. of 1 (cp. 4 Macc 15:32), περιφερόμενοι παντὶ ἀ. τ. διδασκαλίας driven about by any and every didactic breeze Eph 4:14.—B. 64.—DELG. M-M. TW. -
11 άνεμος
ο1) ветер;ενάντιος άνεμος — встречный ветер;
ούριος ( — или πρίμος) άνεμος — попутный ветер;
2) πλ. ветры, газы;3) перен.: δουλειές τού ανέμου бесплодные занятия; пустое дело; λόγια τού ανέμου пустые слова; τί έκαμε;— — τον άνεμο κουβάρι! — что он сделал? — ничего!;
§ επί πτερύγων ανέμων а) как ветром сдуло; б) ветер в голове (о пустом, тщеславном человеке);στη διάθεση των τεσσάρων ανέμων по воле ветра; на произвол судьбы;άς πάει στον άνεμο! — а) пошёл к чёрту!; — б) чёрт с ним, ладно;
άνεμος πού δεν μποδίζει, αφησε τον κι' ας βουίζει — посл, собака лает — ветер носит
-
12 ἄνεμος
ὁ ἄνεμος ветер -
13 ἄνεμος
{сущ., 31}Ссылки: Мф. 7:5, 27; 8:26, 27; 11:7; 14:24, 30, 32; 24:31; Мк. 4:37, 39, 41; 6:48, 51; 13:27; Лк. 7:24; 8:2325; Ин. 6:18; Деян. 27:4, 7, 14, 15; Еф. 4:14; Иак. 3:4; Иуд. 1:12; Откр. 6:13; 7:1. LXX: 7306 ( חיר).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄνεμος
-
14 άνεμος
{сущ., 31}Ссылки: Мф. 7:5, 27; 8:26, 27; 11:7; 14:24, 30, 32; 24:31; Мк. 4:37, 39, 41; 6:48, 51; 13:27; Лк. 7:24; 8:2325; Ин. 6:18; Деян. 27:4, 7, 14, 15; Еф. 4:14; Иак. 3:4; Иуд. 1:12; Откр. 6:13; 7:1. LXX: 7306 ( חיר).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άνεμος
-
15 ἄνεμος
ветер; LXX: (ריח).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνεμος
-
16 άνεμος
οWind m -
17 ἄνεμος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνεμος
-
18 ἄνεμος
-
19 άνεμος
[анэмос] ουσ. а. ветер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άνεμος
-
20 ἄνεμος
-ου + ὁ N 2 4-2-22-28-11=67 Ex 10,13(bis).19; 14,21; 2 Sm 22,11wind Ex 10,13; cardinal point, quarter 1 Chr 9,24εἰς ἄνεμον to the wind, i.e. vainly, in vain Eccl 5,15*Jer 18,14 ἀνέμῳ (east)wind-קדים? for MT קרים coldCf. MORENZ 1964, 255-256; →NIDNTT
См. также в других словарях:
ἄνεμος — wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
άνεμος — ο 1. ρεύμα αέρα που δημιουργείται από διάφορες ατμοσφαιρικές μεταβολές: Σ όλο το ταξίδι μας είχαμε τον άνεμο αντίθετο. 2. άσκοπη ασχολία, χωρίς αποτέλεσμα: Κάνει δουλειές τ ανέμου. 3. αντί της λέξης «διάβολος»: Άσ τον να πάει στον άνεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… … Dictionary of Greek
Πόθεν ὁ ἄνεμος πνεῖ. — См. Куда ветер подует … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek
σιμούν — Άνεμος που πνέει στις ερήμους, κυρίως στη Σαχάρα, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Μεσοποταμία. Πρόκειται για θερμό και ξηρό άνεμο, στο πέρασμα του οποίου δημιουργούνται συχνά αμμοστρόβιλοι. Οι ιθαγενείς της Αφρικής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν… … Dictionary of Greek
ἀνέμω — ἄνεμος wind masc nom/voc/acc dual ἄνεμος wind masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱νέμω , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥνεμος — ἄνεμος , ἄνεμος wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέμοιν — ἄνεμος wind masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέμοιο — ἄνεμος wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)