-
1 ἐραστός
ἐραστός, ή, όν, = ἐρατός, geliebt, erwünscht; liebenswürdig, anmuthig, reizend, ἔστιν ἐραστὸν τὸ τῷ ὄντι καλόν Plat. Conv. 204 c; Phaedr. 250 d u. Sp.; ἐραστότερα Strat. 39 (XII, 197); – zur Liebe geneigt, verliebt, wie man Simonds. 57 (V, 159) erkl.; Luc. Philops. 15; ἐραστὸν βλέπειν, einen verliebten Blick haben, Heliod. 7, 10.
-
2 ἐραστός
ἐραστός, ή, όν, geliebt, erwünscht; liebenswürdig, anmutig, reizend; zur Liebe geneigt, verliebt; ἐραστὸν βλέπειν, einen verliebten Blick haben -
3 πολυ-έραστος
πολυ-έραστος, vielgeliebt; Xen. Ages. 6, 8; Poll.
-
4 φιλ-έραστος
-
5 δυς-έραστος
δυς-έραστος, der Liebe ungünstig, ὄρϑρος Mel. 81. 82 (V, 172. 173).
-
6 ἀξι-έραστος
ἀξι-έραστος, liebenswürdig, Xen. Symp. 8, 14; auch Sp., z. B. Plut. adv. St. 27.
-
7 ἀν-έραστος
ἀν-έραστος, 1) nicht geliebt, Luc. D. Mort. 6. – 2) nicht liebend, ohne Liebe, βίος Alph. 1 (XII, 18); Ζεύς Pallad. 3 (V, 257); ἀν. γίγνεσϑαί τινος, die Liebe zu Einem verlieren, Luc. merc. cond. 7; oft Plut.; lieblos, hart, superlat., Callim. 7 (XII, 148); Luc. Tim. 14 δεσπότης, unliebenswürdig; Plut.
-
8 ἐπ-αξι-έραστος
ἐπ-αξι-έραστος, liebenswürdig, Philo.
-
9 ἐπ-έραστος
ἐπ-έραστος, beliebt, liebenswürdig; κόρη Luc. Tim. 17; Agath. 22 (v, 299); vgl. ἐπήρατος.
-
10 ἐρατός
ἐρατός, ή, όν, = ἐραστός, geliebt, ersehnt, lieblich, anmuthig, δῶρ' ἐρατὰ Ἀφροδίτης Il. 3, 64; ἔργ' ἐρατὰ ἀνϑρώπων Hes. Th. 879; φιλότης 970; φυήν τ' ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος 259; φάος Pind. Ol. 11, 78; παῖς 11, 103; ὠδίς 6, 43; ἐρατῶν στηϑέων Aesch. Spt. 864; μολπαὶ ἐραταί Eur. El. 718; ὕμνοι Ar. Th. 993; sp. D., ἐρατώτατον ἄνϑος Ep. ad. 29 (XII, 151).
-
11 ἀνέραστος
ἀν-έραστος, (1) nicht geliebt (2) nicht liebend, ohne Liebe; lieblos, hart; unliebenswürdig -
12 ἀξιέραστος
-
13 δυςέραστος
-
14 ἐπαξιέραστος
-
15 ἐπέραστος
ἐπ-έραστος, beliebt, liebenswürdig -
16 πολυέραστος
-
17 φιλέραστος
φιλ-έραστος, (1) gern, gewöhnlich liebend, verliebt, zu Liebschaften geneigt; (2) Liebenden hold, angenehm
См. также в других словарях:
ἐραστός — beloved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔραστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εραστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και οικονόμος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Διετέλεσε επίσκοπος της Πονεάδας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Οπαδός της Ακαδημίας,… … Dictionary of Greek
ἐραστόν — ἐραστός beloved masc acc sg ἐραστός beloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστοί — ἐραστός beloved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστούς — ἐραστός beloved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστή — ἐραστός beloved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῶς — ἐραστός beloved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῷ — ἐραστός beloved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστότερα — ἐραστός beloved neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράστου — Ἔραστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)