-
1 ἀξι-έραστος
ἀξι-έραστος, liebenswürdig, Xen. Symp. 8, 14; auch Sp., z. B. Plut. adv. St. 27.
-
2 ἐπ-αξι-έραστος
ἐπ-αξι-έραστος, liebenswürdig, Philo.
-
3 ἀξιέραστος
-
4 ἐπαξιέραστος
См. также в других словарях:
πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] … Dictionary of Greek