-
1 ἐπήρατος
-
2 ἐπ-έραστος
ἐπ-έραστος, beliebt, liebenswürdig; κόρη Luc. Tim. 17; Agath. 22 (v, 299); vgl. ἐπήρατος.
-
3 ἐπ-ήρατος
ἐπ-ήρατος, geliebt, liebenswürdig, anmuthig; δαίς Il. 9, 228; εἵματα Od. 8, 366; ἄντρον 13, 113; öfter von Städten u. Ländern, weshalb Nitzsch zu Od. 4, 606 darin den Begriff des Hochaufsteigenden (ἄρω), Erhabenen findet; Hes. vrbdt es mit εἶδος, ὄσσα, O. 63 Th. 67; Pind. κλέος, δόξα, P. 5, 73 I. 5, 11; Aesch. νεανίδων ἐπηράτων, Eum. 917; sp. D., ὄνομα, παρϑενική, Ap. Rh. 3, 5. 1099; ἡμέρα Dionys. 2; ναυσὶν ἐπήρατος ὅρμος D. Per. 617.
См. также в других словарях:
επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
Ἐπήρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)