-
1 φιλ-έραστος
-
2 φιλέραστος
φιλ-έραστος, (1) gern, gewöhnlich liebend, verliebt, zu Liebschaften geneigt; (2) Liebenden hold, angenehm
См. также в других словарях:
πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] … Dictionary of Greek
φιλέραστος — η, ο / φιλέραστος, ον, ΝΑ 1. επιρρεπής στους έρωτες, ερωτικός 2. ο αγαπητός στους εραστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐραστός «αγαπητός» (< ἔραμαι)] … Dictionary of Greek